Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1865. Christian Gustaf Sibelius ο πατέρας και Maria Charlotta Sibelius η μητέρα. Όταν ήταν μικρός τον φώναζαν Janne, φοιτητής υιοθέτησε το Jean. Ξεκίνησε να σπουδάσει νομικά αλλά τα παράτησε προς χάριν της μουσικής. Από το 1885 μέχρι το 1889 σπουδάζει στη Μουσική Σχολή του Ελσίνκι, σήμερα Ακαδημία Ελσίνκι προς τιμήν του. Σημαντικότερος δάσκαλος του ο Martin Wegelius. Συνέχισε τις σπουδές του στο Βερολίνο (1889-90) και στη Βιέννη (1890-91).
Στις 10 Ιουνίου του 1892 παντρεύεται για 64 χρόνια (!) την Aino Järnefelt. Το 1903 είναι έτοιμο το σπίτι τους κοντά στη λίμνη Tuusula, το οποίο ονομάζουν Ainola (από το όνομα της γυναίκας του). Εκεί έζησαν μαζί με τις έξι τους κόρες (Εύα, Ρουθ, Κρίστι, Κατερίνα, Μαργαρίτα και Χάιντυ) την υπόλοιπη ζωή τους. Το 1974 η Υπουργείο Πολιτισμού της Φιλανδίας και η Εταιρία Sibelius έκαναν την Ainola μουσείο (η ελληνική κυβέρνηση σε ανάλογη περίπτωση θα το είχε ανταλλάξει με κάποια μονή!).
Να η βίλα Ainola:
και η γλυκύτατη Aino στα 17 της χρόνια:
Το 1891 έβαλε αγγελία σε μια εφημερίδα “Δάσκαλος παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα βιολιού και θεωρίας μουσικής”.
Το φθινόπωρο του 1892 ο Jean και η Aino μετακόμισαν στο Ελσίνκι. Ο Jean προσελήφθη στο εκεί Μουσικό Ινστιτούτο και στην Ορχηστρική Σχολή Kajanus σαν δάσκαλος βιολιού και θεωρητικών της μουσικής. Δίδασκε περίπου 30 ώρες την εβδομάδα. Σαν δάσκαλος θεωρητικών δεν έδινε πολύ σημασία στους κανόνες, κοιτούσε περισσότερο την μελωδική γραμμή και τις αρμονικές διαδοχές. Μερικές φορές αστειευόταν με τις ονομασίες των οργάνων: “το φλάουτο ψεύδεται, έλεγε, κι όσο πιο ψηλά πηγαίνει ψεύδεται περισσότερο” [Flöitaa = ψεύδομαι]. Μια συμβουλή του για τη σύνθεση: “Να είσαι απλός. Όσο πιο απλός τόσο το καλύτερο. Δες τη μουσική του Palestrina, τόσο διάφανη και καθαρή! Κι εγώ στις συνθέσεις μου πασχίζω για τη μέγιστη απλότητα”. Ο Bengt von Törne θυμάται τα λόγια του όταν πήγε πρώτη φορά για μάθημα: “Καταλαβαίνεις ότι δεν διδάσκω με την συνηθισμένη έννοια και τα μαθήματα μου δεν είναι τυπικά. Δεν ξέρω αν είμαι καλός δάσκαλος ή όχι, νομίζω ότι όσο καλύτερος συνθέτης είναι κάποιος τόσο χειρότερος δάσκαλος είναι. Σε κάθε περίπτωση θα σου δώσω μερικές συμβουλές τις οποίες δεν πρόκειται να βρεις σε κάποιο εγχειρίδιο ενορχήστρωσης και θα σου αποκαλύψω μερικά μυστικά μέσα από την πολύχρονη πείρα μου”. Μετά το 1916 σταμάτησε να διδάσκει. Δεν δημιούργησε σχολή όπως ο Schoenberg κι ούτε τον ενδιέφερε.
Προτιμούσε το βιολί από το πιάνο. “Το πιάνο δεν τραγουδάει” έλεγε. Έπαιζε καλά πάντως. Το χρησιμοποιούσε βοηθητικά όταν συνέθετε. Συνήθιζε να διασκεδάζει τα απογεύματα τους φίλους του με τους αυτοσχεδιασμούς του κι ένα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας που είχε συνήθως κοντά του τον βοηθούσε να ξεπεράσει τα όποια τεχνικά του προβλήματα. Πολλές φορές στη μέση μιας συζήτησης για να ενισχύσει την άποψη του πήγαινε στο πιάνο κι έπαιζε μερικές νότες: “Να, αυτό θέλω να πω!” Οι λέξεις για τον Jean δεν ήταν αρκετές, έπρεπε να συμπληρώνονται κι από μουσική.
Ένα φύλλο από το σημειωματάριο του. Είναι σημειωμένα από την Aino τα έξοδα του Ιουνίου 1892, μήνα του μέλιτος για το ζεύγος.
Στα πεντάγραμμα του εκτός από νότες σημείωνε κι ένα σωρό από άλλα πράγματα μέχρι και το τι θα ήθελε να φάει για βράδυ!
Στα διαβατήρια του το ύψος του σημειώνεται 176-177 cm. Ήταν πάντως ψηλότερος. Το διαβατήριο του 1924, όταν ταξίδεψε στη Στοκχόλμη για να διευθύνει την 7η συμφωνία του, σημειώνει ύψος 182 cm.
Του άρεσαν πολύ τα ταξίδια. Επισκέφτηκε μια φορά τις ΗΠΑ, 30 φορές το Βερολίνο και 41 φορές έκανε ταξίδια στην υπόλοιπη Ευρώπη. Έγραψε την 2η Συμφωνία του στο Ράπαλο, την 3η στο Παρίσι και το Συμφωνικό Ποίημα Tapiola στη Ρώμη. Δεν μπήκε ποτέ σε αεροπλάνο.
Του άρεσε ο καπνός και το πιοτό. Το 1891 έκανε μια σοβαρή εγχείρηση στο λάρυγγα, υποψία καρκίνου. Συνέχισε πάντως να καπνίζει. Η μυρωδιά του καπνού του θύμιζε τον πατέρα του που είχε πεθάνει το 1868. Το χρυσαφί χρώμα ενός ρωμαικού Frascati του έφερνε στο μυαλό μια ωδή του Οράτιου και μια σάλτσα από κόκκινο κρασί το χαρούμενο κόκκινο της Ντο ματζόρε. Πιθανώς να ήταν συναισθητικός, μουσικές αρμονίες, χρώματα, αρώματα και γεύσεις διέγειραν έντονα τις αισθήσεις του. Να μια χειρόγραφη συνταγή του της 9/4/1943 για πάντς:
Δεν τον ενδιέφερε η πολιτική. Νεότερες έρευνες αποκάλυψαν κάποια σχέση του με τους Ναζί η οποία μάλλον περιοριζόταν στο θαυμασμό του για τις οικονομικές διευκολύνσεις που υποτίθεται ότι παρείχαν στους καλλιτέχνες.
Στην αρχή – όπως άλλωστε και οι περισσότεροι συνθέτες της εποχής του – είχε ενθουσιαστεί με τη μουσική του Wagner. Μελέτησε εξαντλητικά τα έργα του και ξεκίνησε και τη δικιά του όπερα. Αργότερα τον εγκατέλειψε και στράφηκε προς τους Busoni, Bruckner (ιδιωματική χρήση των χαλκίνων, ισοκράτες, επαναλαμβανόμενα τμήματα) και Tchaikowsky (1η Συμφωνία και Κοντσέρτο για Βιολί). Η πρωτοτυπία της συνθετικής τεχνικής του συνοψίζεται στην επιλογή των μουσικών του θεμάτων, στην τεχνική της θεματικής επεξεργασίας και στο χειρισμό της μουσικής μορφής. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε την ώριμη συνθετική τεχνική του ως εξής:
- Στη μορφή της σονάτας δεν χρησιμοποιεί τα παραδοσιακά αντιτιθέμενα θέματα (Α και Β Θέμα της Έκθεσης). Γενικά στον Sibelius δεν έχει νόημα να μιλάμε για Έκθεση, Επεξεργασία και Επανέκθεση.
- Μουσικά κύτταρα με διαρκή επεξεργασία εξελίσσονται σε ολοκληρωμένες ιδέες.
- Η μελωδίες του δεν έχουν την μορφή περιόδου, κατασκευάζονται από μικρά μοτίβα που στην αρχή ηχούν μόνα τους και σταδιακά ενοποιούνται σε μεγαλύτερη μορφή (3ο μέρος Τέταρτης Συμφωνίας).
- Μοτίβα από μια μελωδία μεταφέρονται σε άλλη.
- Ολοκληρωμένες μελωδίες αποσυντίθενται σε μοτίβα και αυτά επανασυντίθενται σε νέες μελωδίες (1ο μέρος Τρίτης Συμφωνίας).
- Ένα-δυο βασικά μοτίβα μπορούν να εμφανίζονται σε ένα ολόκληρο μέρος ή και σε μια ολόκληρη συμφωνία (στην Τέταρτη Συμφωνία το τρίτονο C-F# δεσπόζει σε ολόκληρο το έργο).
Κατά τη διάρκεια του 20ου αι. μια ήταν στη μόδα και μια εκτός. Μέσα στη φούρια της μουσικής επανάστασης της Δεύτερης Σχολής της Βιέννης, αυτός επέμενε να γράφει τονικά. Ο Adorno, ο Thompson και ο Leibowitz ήταν εχθρικοί προς τη μουσική του. Ο Leibowitz το 1955 έφτασε να πει ότι ο Sibelius ήταν ο χειρότερος συνθέτης του κόσμου! (κατά τη Μαργαρίτα Θεοδωράκη πάντως ο πατέρας της είναι ο καλύτερος). Ο Sibelius απαντούσε: “Μην δίνεται σημασία στους κριτικούς. Κανένα άγαλμα δεν στήθηκε ποτέ για κριτικό”. Ο Morton Feldman σε μια διάλεξη που έδωσε το 1984 στο Darmstadt είπε: “αυτοί που θεωρούνται επαναστάτες μπορεί να είναι στην πραγματικότητα συντηρητικοί και αυτοί που θεωρούνται συντηρητικοί μπορεί να είναι οι πραγματικοί επαναστάτες”. Σιγοτραγούδησε την Πέμπτη συμφωνία του Sibelius.
Έζησε γεμάτα 91 χρόνια, από τα 61 του όμως σταμάτησε να γράφει. Η αριστουργηματική 7η Συμφωνία του (1924) και το συμφωνικό ποίημα Tapiola (1926) είναι τα τελευταία σημαντικά έργα που μας άφησε. Τις επτά συμφωνίες του τις έγραψε στο διάστημα 1899-1924.
Τα ενενηκοστά γενέθλια του γιορτάστηκαν με επισημότητα. Η Ορχήστρα Φιλαρμόνια με τον Ormandy και η Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα με τον Beecham έδωσαν συναυλίες με τη μουσική του στη Φιλανδία. Οι ορχήστρες με τους μαέστρους τους επισκέφτηκαν τον συνθέτη σπίτι του. Ο Ormandy θυμάται: “Εγώ κι η γυναίκα μου πίναμε τσάι μαζί του, σε λίγο έφτασε και η ορχήστρα με δυο λεωφορεία. Ήταν πολύ ευαίσθητος, πιθανώς ο πιο ευαίσθητος και ντροπαλός άνθρωπος που είχα συναντήσει ποτέ στη ζωή μου. Δείλιαζε να συναντήσει 110 μουσικούς οι οποίοι τον περίμεναν κάτω από τη κρύα βροχή έξω. Τελικά έπιασα τον ταύρο από τα κέρατα και του είπα”:
- Κύριε Sibelius, ξέρετε ότι ολόκληρη η Ορχήστρα Φιλαρμόνια, η ορχήστρα που έπαιξε τη μουσική σας όταν κανείς άλλος δεν το έκανε, σας περιμένει έξω ελπίζοντας να σας συναντήσει;
- Μα δεν μιλάω καλά αγγλικά, διαμαρτυρήθηκε, δεν θα με καταλάβουν.
- Μιλήστε γερμανικά, θα σας καταλάβουν. Απλά κοιτάξτε τους, μην πείτε τίποτα.
Φόρεσε το χοντρό χειμωνιάτικο παλτό του και το καπέλο του και βγήκε έξω.
- Κύριοι, είπα, ο κύριος Sibelius δεν χρειάζεται συστάσεις.
Τον χειροκρότησαν και φώναζαν μπράβο.
- Κύριοι, συνέχισα, ο κύριος Sibelius δεν αισθάνεται πολύ καλά, αλλά ήθελε να σας δει και να σας πει μερικά λόγια.
Τους απευθύνθηκε με έναν όμορφο και απλό τρόπο, ευχαριστώντας τους που παίζουν τη μουσική του.
- Μπαμπά, έλα μέσα θα κρυώσεις, η κόρη του Εύα τον τράβηξε από το μανίκι.