Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Βαλτάσαρ, γιος του Ναβουχοδονόσορα, παρέθεσε δείπνο στους μεγιστάνες, στις παλλακίδες και τις γυναίκες του. Στο τραπέζι υπήρχε άφθονο κρασί και κάποια στιγμή ο μεθυσμένος Βαλτάσαρ εξέφρασε την επιθυμία να το πιουν με τα ιερά χρυσά και αργυρά σκεύη, λάφυρα του πατέρα του, από τον ναό του Σολομώντα. Έπιναν λοιπόν το κρασί και δόξαζαν τους θεούς των, τους χρυσούς και αργυρούς, τους χάλκινους και σιδερένιους, τους ξύλινους και τους λίθινους. Αίφνης, μέσα στο κέφι και τη παραζάλη, βλέπουν τα δάκτυλα ενός ανθρώπινου χεριού να γράφουν κάτι επάνω στο αμμοκονίαμα του τοίχου του βασιλικού ανακτόρου. Η γραφή ήταν άγνωστη. Τότε το πρόσωπου του βασιλιά αλλοιώθηκε από το φόβο, η μέση του σα να διαλύθηκε και τα γόνατα του έτρεμαν, τα πόδια του κτύπαγαν το ένα πάνω στ' άλλο. Αμέσως έστειλε να φωνάξουν τους Χαλδαίους σοφούς, μάγους κι αστρολόγους να ερμηνεύσουν τη γραφή. Μπαινόβγαιναν οι σοφοί, νόημα δεν έβγαζαν. Ο βασιλιάς ταράχτηκε ακόμη περισσότερο.
Πάνω στην ώρα μπαίνει η βασιλομήτωρ στην αίθουσα του συμποσίου και λέει στον βασιλιά:
- Μην ταράζεσαι, ησύχασε. Στο βασίλειό σου υπάρχει ένας άνθρωπος με σύνεση και εγρήγορση, κάποιος που το πνεύμα του Θεού κατοικεί εντός του, και που ο πατέρας σου τον όρισε εξορκιστή των μάγων και αστρολόγων. Αυτός είναι ο Δανιήλ, ο διοικητής της Βαβυλώνας.
Οδήγησαν τον Δανιήλ μπροστά στον βασιλιά, κι αυτός του λέει:
- Συ είσαι ο Δανιήλ, ένας από τους Ιουδαίους αιχμαλώτους, που έφερε ο πατέρας μου εδώ; Αν μου διαβάσεις αυτή τη γραφή στο τοίχο, θα σε ντύσω με βασιλική πορφύρα, θα σου φορέσω χρυσό περιδέραιο και θα σε ανακηρύξω τρίτο άρχοντα στο βασίλειό μου".
Ο Δανιήλ του λέει:
- Κράτησε, βασιλιά μου, τα δώρα σου και άκου προσεκτικά τι θα σου πω. Ο αληθινός Θεός, που τώρα με φωτίζει να σου πω αυτά τα λόγια, έκαμε τον πατέρα σου μεγάλο βασιλιά και του χάρισε πλούτο και δύναμη και δόξα. Όταν όμως η καρδιά του έγινε σκληρή και περήφανη έχασε το βασιλικό θρόνο, οι δικοί του οι άνθρωποι τον καταδίωξαν και ζούσε σαν άγριο θηρίο στις ερημιές, μέχρι την ώρα που πίστεψε στον αληθινό Θεό. Εσύ, ο γιος εκείνου που όλα αυτά τα γνώριζες, δεν ταπεινώθηκες μπροστά στον Θεό. Λάτρεψες τους ξύλινους, τους σιδερένιους, τους πέτρινους θεούς κι αρνήθηκες τον μόνο αληθινό Θεό. Μάλιστα διέπραξες και μια φοβερή αμαρτία. Διέταξες να φέρουν στο τραπέζι σου τα σκεύη του Ναού για να πιεις εσύ κι οι καλεσμένοι σου κρασί. Γι’ αυτό τον λόγο έστειλε ο Θεός αυτό το χέρι να γράψει τα φοβερά λόγια:
“Μανή”, μέτρησε ο Θεός τη βασιλεία σου και την τελείωσε.
“Θεκέλ”, σε ζύγισε και βρέθηκες ελλιπής.
“Φάρες”, διαιρέθηκε η βασιλεία σου και δόθηκε στους Μήδους και τους Πέρσες.
Την ίδια νύχτα σκοτώθηκε από τους Μήδους, που κατέλαβαν τη Βαβυλώνα σχεδόν αμαχητί, και τη βασιλεία του την πήρε ο Δαρείος, εξήντα δύο χρονών τότε.
(Δανιήλ, 5.1 - 5.31)
Πάνω στην ώρα μπαίνει η βασιλομήτωρ στην αίθουσα του συμποσίου και λέει στον βασιλιά:
- Μην ταράζεσαι, ησύχασε. Στο βασίλειό σου υπάρχει ένας άνθρωπος με σύνεση και εγρήγορση, κάποιος που το πνεύμα του Θεού κατοικεί εντός του, και που ο πατέρας σου τον όρισε εξορκιστή των μάγων και αστρολόγων. Αυτός είναι ο Δανιήλ, ο διοικητής της Βαβυλώνας.
Οδήγησαν τον Δανιήλ μπροστά στον βασιλιά, κι αυτός του λέει:
- Συ είσαι ο Δανιήλ, ένας από τους Ιουδαίους αιχμαλώτους, που έφερε ο πατέρας μου εδώ; Αν μου διαβάσεις αυτή τη γραφή στο τοίχο, θα σε ντύσω με βασιλική πορφύρα, θα σου φορέσω χρυσό περιδέραιο και θα σε ανακηρύξω τρίτο άρχοντα στο βασίλειό μου".
Ο Δανιήλ του λέει:
- Κράτησε, βασιλιά μου, τα δώρα σου και άκου προσεκτικά τι θα σου πω. Ο αληθινός Θεός, που τώρα με φωτίζει να σου πω αυτά τα λόγια, έκαμε τον πατέρα σου μεγάλο βασιλιά και του χάρισε πλούτο και δύναμη και δόξα. Όταν όμως η καρδιά του έγινε σκληρή και περήφανη έχασε το βασιλικό θρόνο, οι δικοί του οι άνθρωποι τον καταδίωξαν και ζούσε σαν άγριο θηρίο στις ερημιές, μέχρι την ώρα που πίστεψε στον αληθινό Θεό. Εσύ, ο γιος εκείνου που όλα αυτά τα γνώριζες, δεν ταπεινώθηκες μπροστά στον Θεό. Λάτρεψες τους ξύλινους, τους σιδερένιους, τους πέτρινους θεούς κι αρνήθηκες τον μόνο αληθινό Θεό. Μάλιστα διέπραξες και μια φοβερή αμαρτία. Διέταξες να φέρουν στο τραπέζι σου τα σκεύη του Ναού για να πιεις εσύ κι οι καλεσμένοι σου κρασί. Γι’ αυτό τον λόγο έστειλε ο Θεός αυτό το χέρι να γράψει τα φοβερά λόγια:
“Μανή”, μέτρησε ο Θεός τη βασιλεία σου και την τελείωσε.
“Θεκέλ”, σε ζύγισε και βρέθηκες ελλιπής.
“Φάρες”, διαιρέθηκε η βασιλεία σου και δόθηκε στους Μήδους και τους Πέρσες.
Την ίδια νύχτα σκοτώθηκε από τους Μήδους, που κατέλαβαν τη Βαβυλώνα σχεδόν αμαχητί, και τη βασιλεία του την πήρε ο Δαρείος, εξήντα δύο χρονών τότε.
(Δανιήλ, 5.1 - 5.31)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου