Δυο γερόντοι κριεμπάρδηδες, νησιώτες Νυδρεώτες,
άστε ντούε, Αρβανίτες, σύντροφοι και γκιέρηδες,
με κάμπoσους, πολλούς, στην πλάτη χρόνους, λάσκους, λεύτερους,
ακόμα και αλόγιστους, ταλαίπωρους, αλμυρησμένους, θαλασσινούς.
Κουρασμένοι και κακοπερασμένοι,
είχουνε ξεχάσει πια από καιρό να ντουκιάρουν σε σεντόνια,
να ’ναι καλά οι μπατανίες, και τα σκευρωμένα τους πλευρά,
απ’ τα πανιόλα και τα κουβούσια, που δέχονταν τα κορμιά τους,
έτσι για κανά νύπνο της συφοράς.
Γερά, παλιά, σφυρηλατημένα, κόκαλα…
Σκουριασμένα κινήσανε λοιπόν για ψάρεμα με μερτικά, ως πάσα βράδυ,
ένα για τον καθένανε, κι ένα για τη παζαρομένη «κούντουλα».
Μόνε, κι αυτή μαθές το’θελε το κομπόδεμα για τα δικά της τα χαϊδέματα,
καψίματα, παλαμίσματα, φιασίματα, μπογιές, και διάφορα εργαλεία,
κόβανε κι αυτά μονέδα μπόλικια μαθές, από κάπου έπρεπε και τούτανε να βγούνε.
Έπρεπε νάχει τά κέφια της κι αυτή η βεργολυγερή να ντους κάνει τα χατήρια,
μη και πάρει η «αρχόντησα» τη κάτου βόλτα, και τους αφήσει σύξηλους καμνιά νώρα κακή.
Γερόντισα γέτιζα, και τούτηνη, σακατεμένη....
Ομώς ακόμα που το λέει η περδικούλα ντης.
Να δούμε το λοιπός το τι ντους έλαχε, και τι ’χαν ειπωμένα με κείνηνε τη γλώσσα ντους της εποχής,
τη ντόμπρα, τη κοφτή ντοπιολαλιά, τη μουσικάτη,
μ’ ένα σκαζμό αρβανίτικες εκφράσεις μαγειρεμένες μέσα ντης,
έτσι για νοστιμιά του λόγου,
καί νόμιζες οπού το στόμθι ντους έσταζε μέλι θυμαρίσιο
και η αναμνοή ντους μοσχοβόλαγε κάτι σα φούλι υδραίικο.
Και άσχημη δε βγήκε η συνταγή τούτηνης εδώ της γλώσσας,
κι ας ήτονε και μπάσταρδη, αλλά με το καιρό σιγά-σιγά αλίμονο, που έσβυσε για τά καλά, κι΄ούτε κανείς που τη θυμάται...
Για ψάρεμα που λες, που σε καλό ντους βγήκε,
αλλά όπου πολύ που τους πιλάτεψε το τρισκατάρατο, εκείνηνε ντη νυχτιά,
ντους έβγαλε την πίστη.
*
Ολόκληρο το πρωτότυπο αυτό κείμενο που χρησιμοποιεί την ξεχασμένη υδραίικη ντοπολαλιά, τη μουσικάτη, μ’ ένα σκαζμό αρβανίτικες εκφράσεις μαγειρεμένες μέσα ντης, έτσι για νοστιμιά του λόγου, μπορείτε να διαβάσετε στο ιστολόγιο του Ανδρέα Πουλάκη.