Η μετακόμιση έφερε στην επιφάνεια και τρία πάλαι ποτέ ιδιαίτερα αγαπημένα βινύλια από τις
ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ (ΕΕΣΜ). Δύο δίσκους από την ΕΕΣΜ-3
του Δεκεμβρίου του 1968 και έναν από ην ΕΕΣΜ-4 του 1971.. Ο θεσμός εγκαινιάστηκε τον Απρίλιο του 1966 με την
1η Εβδομάδα, από τον
Ελληνικό Σύνδεσμο Σύγχρονης Μουσικής (Ε.Σ.ΣΥ.Μ) που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1965.
Η
3η Εβδομάδα οργανώθηκε με την συνεργασία του Εργαστηρίου Σύγχρονης Μουσικής του Ινστιτούτου Goethe Αθηνών, του Μορφωτικού Γραφείου της Αμερικανικής Πρεσβείας, του Γαλλικού Ινστιτούτου και του Ιταλικού Ινστιτούτου και χρηματοδοτήθηκε κυρίως από το Ίδρυμα Ford. Οι συναυλίες ηχογραφήθηκαν και εκδόθηκαν σε μια σειρά πέντε δίσκων με τον γενικό τίτλο
Έλληνες Συνθέτες από την 3η ΕΕΣΜ. Περιλαμβάνουν, κατόπιν επιλογής, 18 συνθέσεις 14 ελλήνων συνθετών. 9 συνθέσεις αποτελούσαν ειδική ανάθεση της 3ης ΕΕΣΜ. Η επεξεργασία του ηχητικού υλικού έγινε στα στούντιο της COLUMBIA-EMI Αθηνών.
Τα έργα των δίσκων παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για πολλούς λόγους. Μπορεί να ακούσει κανείς έργα νέων και πολλά υποσχόμενων συνθετών της εποχής (68, 71), σήμερα πολλοί απ' αυτούς καθιερωμένοι και μερικοί δυστυχώς και αναπόφευκτα δεν ζούν πια. Μπορεί επίσης να διακρίνει τις τάσεις, τις επιρροές, τις μουσικές και φιλοσοφικές αναζητήσεις τους. Όχι λιγότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εκτελέσεις και οι εκτελεστές, - που είμασταν τότε, που φτάσαμε σήμερα, πόσα βήματα και προς τα που κάναμε. Το ίδιο το γεγονός της παραγωγής 10 δίσκων τέτοιου περιεχομένου και οι γεμάτες αίθουσες συναυλιών σύμφωνα με την μαρτυρία του Γ. Γ Παπα
ϊωάνου λέει πολλά, μην ξεχνάμε ότι το 68-71 ήταν μια δύσκολη περίοδος και ίσως ο κόσμος τότε να ζητούσε κάτι πιο ουσιαστικό και βαθύ από την Τέχνη.
*
Τα έργα του πρώτου δίσκου της σειράς, που μετέτρεψα σε mp3 (256 kbps) και μπορείτε να κατεβάσετε από τους δεσμούς που ακολουθούν, είναι:
1. Ιάννης Ξενάκης (1922-2001)
ST/10 (1956/62) για 10 όργανα
Το Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής διευθύνει ο Θ. Αντωνίου.
Το SΤ/10 γράφηκε με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή από το 1956 έως 1962. Ό τίτλος του υποδηλώνει: «Στοχαστική μουσική για 10 όργανα» (κλαρινέτο και κλαρινέτο μπάσο, 2 κόρνα, άρπα, κρουστά και κουαρτέττο εγχόρδων). Εδώ ό συνθέτης χρησιμοποίησε ένα σύμπλεγμα στοχαστικών νόμων (από την θεωρία των πιθανοτήτων) πού με την επεξεργασία τους από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή καθόρισαν την αλληλουχία των φθόγγων (σημείο αρχής του ήχου) και τα χαρακτηριστικά τους (ηχόχρωμα, τρόπος εκτελέσεως, δυναμική, άρθρωση, διάρκεια, είδος γκλισάντο, κ.λ.π.). Ό συνθέτης εκμεταλλεύεται εδώ όλους τους γνωστούς «τρόπους χρήσεως» των οργάνων του έργου σ’ όλη τους την έκταση, και προσθέτει πολλούς καινούργιους για επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής ποικιλίας και ενδιαφέροντος. Η μορφή, βγαλμένη κι' αυτή από τους ίδιους στοχαστικούς νόμους, διατηρείται λιτή κι αυστηρή, όπως κι όλη ή γραφή του έργου. Ή πρώτη εκτέλεση του έργου έγινε στο Παρίσι, το 1962, υπό τη διεύθυνση του Κ. Simonovich.
2. Μιχάλης Αδάμης (*1929)
ΜΙΝΥΡΙΣΜΟΣ (1966)
για μαγνητοταινία
Το έργο ΜΙΝΥΡΙΣΜΟΣ για μαγνητοταινία (1966) ανήκει στον κύκλο εκείνο των μουσικοηλεκτρικών έργων του συνθέτη στα όποια τα αρχικά δεδομένα προέρχονται από τον άνθρωπο (όπως τα «Προσχήματα» πού παρουσιάσθηκαν στην «1η Ελληνική εβδομάδα») και μετασχηματίζονται εν συνεχεία με την βοήθεια διαφόρων ηλεκτρονικών συσκευών.
Στον «Μινυρισμό» το αρχικό ηχητικό δεδομένο είναι το κλάμα ενός νεογέννητου παιδιού.
Ή επεξεργασία και σύνθεση του έργου έγινε στο Εργαστήρι Ηλεκτρονικής Μουσικής του Πανεπιστημίου Brandeis.
3. Νίκος Μαμαγκάκης (*1929)
ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ (1968)
Σ. Γαδέδη, Α. Ροδουσάκης, Γ. Κατσικάκης, Α. Κυπραίος, Κ. Κύρου, Σ. Ταχιάτης, Α. Κρίθαρη, Ι. Παπαδόπουλος. Ν. Λαβράνος, Γ. Λαβράνος και 8 μέλη της «Χορωδίας Αινιάν».
Διευθύνει ο συνθέτης.
Το έργο ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ για σοπράνο, φλάουτο, 4 βιολοντσέλα, ηλεκτρικό κοντραμπάσο, άρπα, 2 εκτελεστές κρουστών, όργανο Hammond, 4 μπάσους και 4 σοπράνο(1968), βασίζεται σ ένα ποίημα της Μ. Μητροπούλου. Είναι γραμμένο σαν αυθόρμητος ελεύθερος αυτοσχεδιασμός, έξω από συγκεκριμένο ύφος ή συσχέτιση με γνωστές πρωτοποριακές τάσεις, χωρίς αυστηρές θετικές ή δομικές επιδιώξεις. Αποτελεί έτσι ένα ηθελημένα αυτοσχεδιαστικό, συναισθηματικό, αυθόρμητο κομμάτι. Εκμεταλλεύεται ιδιαίτερα τις ηχητικές δυνατότητες των οργάνων πού χρησιμοποιεί με εκτεταμένα σόλα ή κατέντσες τους, σε έντονα αντιθετικές παραθέσεις κι εξελίξεις.
___________________________
Τα σχόλια για τα έργα είναι του Γ.Γ. Παπαϊωάννου.
*
Ενδιαφέροντα, για την εποχή που εγράφησαν, τα κείμενα του Γ.Γ. Παπαϊωάννου στο πλούσιο ένθετο του δίσκου:
Ή Νέα Ελληνική Σχολή
Ή Ελλάδα ευτύχησε να δει μια ζωντανή, πρωτότυπη και ανακαινίζουσα σχολή πρωτοποριακών συνθετών να ξεπηδά από τη χώρα αυτή μετά το 2° Παγκόσμιο Πόλεμο. Προετοιμασμένη από τις πρώτες - και πετυχημένες - προσπάθειες για ένα πραγματικά νέο μουσικό ιδίωμα από τον Δ. Μητρόπουλο (1896-1960) στο τέλος της δεκαετίας του 10 και στις αρχές της δεκαετίας του 20, και φτάνοντας σε πλήρη άνθηση μέσω της μεγαλοφυΐας του Ν. Σκαλκώτα (1904-49) με τις προεκτάσεις του δωδεκάφθογγου συστήματος που προείδε ακόμη και την ηλεκτρονική μουσική από τα τέλη της δεκαετίας του 20 και δω, ή Ελληνική αυτή Σχολή άρχισε ν' αναπτύσσεται, κυρίως μετά το θάνατο του, προς ένα πλήθος κατευθύνσεις: βλέπομε ηγετικές μορφές όπως ό Γ. Ξενάκης (1921) που άνοιξε το δρόμο προς μία επανεκτίμηση των βασικών άρχων της μουσικής σύνθεσης σε μια μαθηματική-δομική προοπτική, που ενσωματώνει επίσης κυβερνητικές - πληροφοριακές - φυσιολογικές απόψεις, και ό Γ. Χρήστου (1926-70) πού ακολουθώντας ένα μεταφυσικό-μυστικιστικό δρόμο, πλάτυνε το δράμα του εισάγοντας μια σύγχρονη αναπαράσταση πρωτογόνων ή αρχαίων τελετουργιών σε μία νέα σύνθεση μέσων, μια «μεταμουσική» (όρος πού τον χρησιμοποιεί, σε διαφορετική έννοια, κι ο Ξενάκης) βασισμένη σε μια καινούργια αντίληψη της έννοιας «pattern» (σχηματισμός), από το ρόλο της στη ζωή ως το τεχνικό της ισοδύναμο στη μουσική σαν βασική μορφοπλαστική αρχή. Είναι αλήθεια πώς τους περισσότερους από τους νέους συνθέτες φαίνεται πώς τους τράβηξαν ή δωδεκάφθογγη, αργότερα ή σειραϊκή και ή μετασειραϊκή και παρεμφερείς τεχνικές, μέσα στις όποιες φαίνεται πώς βρήκαν τόσο μία ελευθερία προσωπικής έκφρασης όσο και μία αξιόλογη ποικιλία ιδιωμάτων μέσα στα όποια ό καθένας τους μπόρεσε να πλάσει το δικό του ύφος και γράψιμο: ξεκινώντας με τον Γ.Α. Παπαϊωάννου (1910) αξιόλογο και παραγωγικότατο συνθέτη πού είχε και μια ευρύτερη επίδραση σαν δάσκαλος των περισσοτέρων από τους συνθέτες της νεότερης γενιάς, και με τον Γ. Σισιλιάνο (1922), επίσης σημαντικό συνθέτη πού έργα του διαλέχτηκαν δύο φορές στα Φεστιβάλ της Διεθνούς Εταιρείας Σύγχρονης Μουσικής (1965, 1967) ή νεότερη γενιά κινήθηκε σ' αυτή την κατεύθυνση κυρίως με τους Α. Κουνάδη (1924), πού έργα του ακούστηκαν επίσης δύο φορές σε φεστιβάλ της ΔΕΣΜ, τον Γ. Ιωαννίδη (1930) πού εξελίχθηκε πρόσφατα προς αυτό πού ονομάζει «Νέα Ομοφωνία», κι' αναπτύσσει μια πολύπλευρη δράση στη Βενεζουέλα, τον Γ.Σ. Τσουγιόπουλο (1930), τον Σ. Γαζουλέα (1931) και, σ' εν μέρει σχετική τεχνική, τους Γ. Πονηρίδη (1892) και Δ. Δραγατάκη (1914). Ο Ν. Μαμαγκάκης (1929), ξεκινώντας από τεχνικές παρεμφερείς προς της Σχολής του Darmstadt, δοκίμασε αργότερα να ενσωματώσει λαϊκά ελληνικά στοιχεία στο πρωτοποριακό του γράψιμο πού χρησιμοποιεί συχνά τα λεγόμενα «μικτά μέσα» Ο Α. Λογοθέτης (1921), μετά από μία πρωϊμότερη σειραϊκή περίοδο του, διαμόρφωσε την «πολυμορφική μουσική» του χρησιμοποιώντας μια νέα «όλοκληρώνουσα» (γραφική, συνειρμική) σημειογραφία από το 1959 και εδώ, πού θεωρείται σε σύγκριση μ' ανάλογες προσπάθειες, ένα ξεχωριστά πετυχημένο μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στο συνθέτη και τον εκτελεστή. Ό Θ. Αντωνίου (1935), ένας παραγωγικός συνθέτης πού εξερεύνησε πολλές τεχνοτροπίες και σημείωσε ήδη σημαντική επιτυχία, κατέληξε, επίσης, πρόσφατα, σ' ένα πρωτότυπο σύστημα σημειογραφίας πού μπορεί ν' απεικονίσει εξαιρετικά πολύπλοκες σχέσεις μέσα στα μικτά μέσα πού χρησιμοποιεί, κατά τρόπο απλό και ευανάγνωστο. Ό Μ. Άδάμης (1929) κινείται στους χώρους της ηλεκτρονικής, της χορωδιακής και της βυζαντινής μουσικής πού τις συνδυάζει συχνά μεταξύ τους και με τεχνικές μικτών μέσων. Ή πιο νέα γενιά όπως ό πρωτότυπος Δ. Τερζάκης (1938) ό Γ. Βλαχόπουλος (1939) κι' ιδίως ό Γ. Απέργης (1945) πού, ξεκινώντας κοντά στο ύφος του Ξενάκη αναπτύσσει ένα ισχυρά προσωπικό γράψιμο μέσα στην ήδη επιβλητική σε όγκο παραγωγή του, καθώς κι' άλλοι, ακόμη νεώτεροι συνθέτες με θετικές υποσχέσεις, δείχνει πώς ό δυναμισμός της Νέας Ελληνικής Σχολής κάθε άλλο παρά εξαντλήθηκε. Γενικότερα, ή Σχολή αύτη, πού κορυφαίοι ξένοι κριτικοί την διακήρυξαν σαν μια από τις πιο ζωντανές και πιο πρωτότυπες στην Ευρώπη, ενδιαφέρεται και να πειραματίζεται με νέες ιδέες και νέες τεχνικές, ανοίγοντας συχνά καινούργιους, ανεξερεύνητους ακόμη δρόμους, και να προσπαθεί να ξανακαλύψει τυπικά Ελληνικές αξίες (όχι στο πνεύμα του φολκλορισμού ή των «εθνικών σχολών» του 19ου αιώνα, άλλα με προσήλωση σ' αρχές, αντιλήψεις και κείμενα από τον αρχαίο, τον βυζαντινό και τον λαϊκό πολιτισμό της Ελλάδας) επιδιώκοντας (και καμιά φορά κατακτώντας) μια ολοκλήρωση και μία σύνθεση των δύο αυτών τάσεων.
Ή Σύγχρονη Μουσική στην Ελλάδα
Ή δημιουργία (π.χ. με τον Μητρόπουλο ή τον Σκαλκώτα) προηγήθηκε σαφώς σε σχέση με την αποδοχή της σύγχρονης μουσικής από το ευρύ κοινό. Μάλιστα μπορεί να πει κανείς πώς ή δημιουργική δύναμη ήταν αυτή πού ώθησε το κοινό να αποδεχθεί τη σύγχρονη μουσική. Μετά τις πρώτες αποκαλυπτικές μεταθανάτιες εκτελέσεις έργων Σκαλκώτα, ό Μουσικός Διαγωνισμός του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου (1962) και του αξιόλογου συνθέτη Μ. Χατζηδάκι (1925) στάθηκε το γεγονός πού πρωτόφερε μαζί τους περισσότερους Έλληνες πρωτοποριακούς συνθέτες, προετοιμάζοντας την ίδρυση, το 1965, του Ελληνικού Συνδέσμου Σύγχρονης Μουσικής (ΕΣΣΥΜ). Το Εργαστήρι Σύγχρονης Μουσικής του Ινστιτούτου Γκαίτε Αθηνών, με τις μηνιαίες ζωντανές συναυλίες του σύγχρονης μουσικής από το 1962 και εδώ, ό Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος με τις σειρές του συναυλιών, διαλέξεων κλπ., η Ελληνοαμερικανική Ένωση κι άλλοι ξένοι οργανισμοί μ' άλλες συναυλίες και διαλέξεις, το Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής που διαδέχθηκε το 1968 την Πειραματική Ορχήστρα, με τις σειρές του πρωτοποριακών συναυλιών, ή Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία «Τέχνη» και το Ινστιτούτο Γκαίτε στη Θεσσαλονίκη, κι' άλλοι θεσμοί, βοήθησαν ν' αναπτυχθεί ένα κοινό πού, από τη στάθμη της ανυπαρξίας σχεδόν, ακόμη και στο τέλος της δεκαετίας του 50, φούντωσε κι' έγινε ένα αχόρταγο και πληροφορημένο ακροατήριο πού γεμίζει πια τις αίθουσες των πρωτοποριακών συναυλιών πού ξεχειλίζουν από όρθιους, όπως συμβαίνει πρόσφατα σ' όλες τις συναυλίες του είδους αυτού. Ιδιαίτερα τα τρία μεγάλα Φεστιβάλ με τίτλο «Ελληνικές Εβδομάδες Σύγχρονης Μουσικής» (ΕΕΣΜ, 1966, 1967, 1968) πού (οργανώθηκαν από τον ΕΣΣΥΜ («Η Ελλάδα.... οργάνωσε δύο στο έπακρον επιτυχή φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής....» από το βιβλίο του Everett Helm: «Συνθέτης, Εκτελεστής, Κοινό», έκδοση Διεθνούς Συμβουλίου Μουσικής, Φλωρεντία 1970) με δύο εκδηλώσεις κάθε μέρα επί 8 μέρες, είχαν πάντα υπερπλήρεις αίθουσες μ' ένα άγρια ενθουσιώδες και έξυπνα ανταποκρινόμενο κοινό. Ή 3η τέτοια ΕΕΣΜ (Δεκ. 1968), σ' ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα από τις δύο προηγούμενες («....απετέλεσε μια σημαντική πρόοδο σε σχέση με προηγούμενες. Κυρίως, επειδή πλουσιότερη από κάθε άλλοτε, για πρώτη φορά μας έφερε σ' επαφή με μια πραγματικότητα της σύγχρονης μουσικής και των πειραματισμών της...» Γ. Λεωτσάκος, Βήμα, 1.1.1969), περιέλαβε 70 έργα 16 Ελλήνων και 25 ξένων συνθετών, από τα όποια 17 ήταν παγκόσμιες πρώτες εκτελέσεις και 37 ελληνικές πρώτες εκτελέσεις, έκτος από μία «Έκθεση Νέας Μουσικής» κι' άλλες εκδηλώσεις. Έδωσε επίσης μια αξιόλογη τομή της σημερινής εικόνας της Νέας Ελληνικής Σχολής, μια και περιέλαβε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έργα από όλες σχεδόν τις κύριες τάσεις της.
Ή σειρά των 5 στερεοφωνικών δίσκων «Έλληνες Συνθέτες από την 3η ΕΕΣΜ»
Ακριβώς επειδή ή 3η ΕΕΣΜ υπήρξε τόσο αντιπροσωπευτική, ό ΕΣΣΥΜ αποφάσισε να εκδώσει την παρούσα σειρά 5 στερεοφωνικών δίσκων. Το Διοικητικό Συμβούλιό του διάλεξε 18 χαρακτηριστικά έργα 14 Ελλήνων συνθετών από το πρόγραμμα της 3ης ΕΕΣΜ έτσι ώστε να δίνουν μιαν όσο γίνεται πλατύτερη εικόνα των επιτευγμάτων της Νέας Ελληνικής Σχολής. Μπόρεσε πραγματικά να περιληφθεί ο κύριος όγκος των κυριοτέρων συνθετών της Σχολής αυτής με έργα πρωτοποριακά που δείχνουν αξιόλογη πρωτοτυπία και ενδιαφέρον. Είναι επίσης ή πρώτη φορά που εκδίδεται μια τέτοια σειρά στερεοφωνικών δίσκων μακράς διαρκείας, πού παρέχει μια συνολική εικόνα της Ελληνικής πρωτοποριακής μουσικής, πράγμα πού δίνει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον στη σειρά αύτη δίσκων. Τα έργα της σειράς αυτής καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα μουσικής για ορχήστρα δωματίου, για χορωδίες, για πιάνο, μουσικής δωματίου με τραγούδι ή χωρίς, ηλεκτρονικής μουσικής, και συνδυασμών τους. Περιλαμβάνουν επίσης όλα τα εννέα έργα (έκτος από τον «Επίκυκλο» του Γ. Χρήστου πού σκοτώθηκε σ' αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον Ιανουάριο 1970) πού αποτέλεσαν παραγγελίες του ΕΣΣΥΜ προς Έλληνες συνθέτες για την 3η ΕΕΣΜ.