Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Μελωδία σε Φα (update 2)

Ο Anton Grigorjewitsch Rubinstein (1829-1894) είναι μια δεσπόζουσα μορφή στα μουσικά πράγματα του 19ου αι. Παιδί θαύμα, διατήρησε το θαύμα και μεγάλος, πιανίστας και συνθέτης, ανταγωνιστής συνθετικά και πιανιστικά του Liszt, μαέστρος, ιδιόμορφος παιδαγωγός (δίδασκε περισσότερο με την προσωπικότητά του και το παράδειγμα παρά με κάποιο συγκεκριμένο παιδαγωγικό σύστημα), αυστηρός αλλά και σαρκαστικός στις κρίσεις του, ιδρυτής τέλος του Ωδείου της Αγ. Πετρούπολης (ο αδελφός του Nikolai αυτού της Μόσχας).

Ο Rubinstein μαζί με τον Mikhail Glinka θεωρούνται οι πρώτοι σημαντικοί Ρώσοι συνθέτες. Ο Rubinstein δεν ακολούθησε τα πιστεύω τις Ρώσικης Εθνικής Σχολής και αποστασιοποιήθηκε από την Ομάδα των Πέντε [1]. Κατά τη γνώμη μου εκεί οφείλεται το γεγονός ότι ως συνθέτης είναι σχεδόν ξεχασμένος σήμερα, η μουσική του χωρίς κάποιο ιδιαίτερο στίγμα, επισκιάστηκε από την σαφώς ανώτερη του Liszt και του Chopin. Στις μέρες μας στην προσπάθεια διεύρυνσης του ρεπερτορίου αλλά και της αγοράς, τα έργα του ξαναβρίσκουν μια θέση, αν όχι στη σκηνή τουλάχιστον στο CD, πιανίστες όπως ο Ponty, ο Hamelin και ο φίλος μου από την Λαμία με λαμπρή καριέρα στην Αμερική Γρηγόρης Ζαμπάρας ηχογραφούν τα έργα του μαζί με του άλλου μεγάλου λησμονημένου, του Alkan.

Συνέθεσε περί τις 20 όπερες, έξι συμφωνίες, πέντε κοντσέρτα για πιάνο (το τρέχον project του Ζαμπάρα είναι η ηχογράφηση και των πέντε κοντσέρτων), δύο κοντσέρτα για τσέλλο και ένα για βιολί, συμφωνικά ποιήματα, πολύ μουσική δωματίου και πλήθος έργων για σόλο πιάνο. Ένα από τα γνωστότερα και πλέον παιγμένα έργα του για πιάνο είναι η Μελωδία σε Φα, op.32, No.1 με την οποία θα ασχοληθούμε αρμονικά και μορφολογικά σήμερα.

Η Μελωδία έχει τη μορφή: Α1 – Β – Μεταφορά Ι (Συνδετικό Μέρος) Α2 – Β – Μεταφορά ΙΙ - Α3 - Τελικό Τμήμα. Η μελωδία βρίσκεται στη μεσαία φωνή, όχι και τόσο σύνηθες για μια μελωδία και παίζεται εναλλάξ από το δεξί και το αριστερό χέρι του πιανίστα. Αυτή είναι και η σημαντικότερη δυσκολία του έργου (το κομμάτι αυτό έχει βρει μια θέση στο εκπαιδευτικό ρεπερτόριο, στην Ελλάδα δίνεται συνήθως στη Μέση Σχολή. Για ένα μαθητή αυτού του επιπέδου είναι πραγματικά δύσκολο εγχείρημα η ανάδειξη της μελωδίας σε αυτή τη θέση).

Το τμήμα Α1 δομείται ως μία ομάδα τεσσάρων 8-μετρων φράσεων [a1 – a2.1 – a1 – a2.2] εκ των οποίων η πρώτη και η τρίτη είναι παράλληλες, στην περιοχή της Τονικής. Η διατονική μελωδία υποστηρίζεται από μια ήπια χρωματική συνοδεία.

Το Β βρίσκεται στην αντιθετική περιοχή της Δεσπόζουσας και δομείται από μια ομάδα τεσσάρων φράσεων [b1 – b1 – b2.1 – b2.2], με την πρώτη και δεύτερη παράλληλες, την τέταρτη ελαφρά παραλλαγμένη μορφή της τρίτης. Τα b2.1 – b2.2 μπορούν να ιδωθούν και ως ένα σύνολο από codettas.

Ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο του κομματιού είναι αυτό που ονομάζω στην ανάλυση Μεταφορά Ι. Πρόκειται για μια εναρμόνιση της κατιούσας χρωματικής από C4 σε C3. Στην Μεταφορά ΙΙ έχουμε εναρμόνιση της ανιούσας χρωματικής από C4 σε C3. Λειτουργικά πρόκειται για την επέκταση (expansion) της συγχορδίας της και στις δυο περιπτώσεις. Στην παρτιτούρα έχω σημειώσει με λευκές κεφαλές τις θεμελίους των αναστροφών των συγχορδιών που εναρμονίζουν την χρωματική κλίμακα. Θα επανέλθω σε άλλες εναρμονίσεις της χρωματικής σε άλλη καταχώρηση.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι η προέκταση της φράσης b3 (phrase extension) στο Α3.

Η στοιχειώδης ανάλυση της μελωδίας παρουσιάζεται στα jpeg που ακολουθούν. Έχω γράψει τη μελωδία σε ξεχωριστό πεντάγραμμο για περισσότερη σαφήνεια. Στο πρώτο video δίνω τη μελωδία σε MIDI εκτέλεση και απεικονίζω τα διάφορα μορφολογικά της τμήματα. Το δεύτερο video δεν πρέπει να το χάσετε! Ο μεγάλος, κατά πολλούς ο μεγαλύτερος πιανίστας του 20ου αι., ο πολωνοεβραίος Josef Kazimierz Hofmann (1876-1957) ερμηνεύει τη μελωδία σε Φα.

• Η Παρτιτούρα με σημειωμένη μια στοιχειώδη ανάλυση του έργου •

σελίδα 1

σελίδα 2

σελίδα 3

σελίδα 4

σελίδα 5

• Videos •
Το πρώτο video έχει ήχο ΜIDI και συνδυάζεται με τη αναλυμένη παρτιτούρα που προηγήθηκε. Το δεύτερο είναι η εκτέλεση του Hofmann.



[1] O Rubinstein μέχρι το 1852 είχε γράψει μερικά έργα "ρώσικου χαρακτήρα", αλλά μέχρι το 1878 όπου συνέθεσε το Caprice Russe απέφυγε τη χρήση τέτοιου υλικού. Μετά το Caprice ακολούθησαν και άλλα "ρώσικα" έργα, μεταξύ αυτών η όπερα O Έμπορος Kalashnikov και η Πέμπτη Συμφωνία. Στο Caprice γίνεται χρήση τριών ρώσικων λαικών τραγουδιών καθώς και λαικών χορευτικών ρυθμών. Τα έργα αυτά, όπως και γενικότερα το σύνολο του έργου του, μετά τη στιγμιαία επιτυχία έπεσε στη λήθη.

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2008

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2008

iPrelude II: In C minor


Η ιδέα της χρήσης ενός μόνο φθόγγου στη σύνθεση ενός μουσικού έργου, παράλληλα με τη χρήση μιας μόνο συγχορδίας, ή ακόμη και την απουσία φθόγγων, γεννήθηκε κάπου στα μέσα του 20ου αιώνα, σίγουρα ως απάντηση στη χρήση και των δώδεκα χρωματικών φθόγγων της μεθόδου του Schoenberg και της αυξανόμενης πολυπλοκότητας των έργων που οδήγησε στον Ολικό Σειραϊσμό και από εκεί στη Νέα Πολυπλοκότητα (Νέα Συμπλεκτικότητα κατά τη γνώμη μου η δόκιμη μετάφραση του όρου New Complexity, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα).

Μερικά παραδείγματα:

John Cage (1912-1992) / 4’33’’ (1952)
Για οποιοδήποτε όργανο ή συνδυασμό οργάνων. Ο/οι εκτελεστής/ες δεν παίζουν κανένα φθόγγο κατά τη διάρκεια του έργου, οι ακροατές οφείλουν (!) να επικεντρώσουν την προσοχή τους στους ήχους του περιβάλλοντος.

Terry Riley (1935) / In C (1964)
Αλεατορικό κομμάτι για 35 (στην καλλίτερη περίπτωση) εκτελεστές. Ο τίτλος σημαίνει στην τονικότητα της Ντο μείζονος. Αποτελείται από 53 μικρές αριθμημένες φράσεις και δεν έχει συγκεκριμένη διάρκεια. Λόγω του αλεατορικού χειρισμού των φράσεων οι διάφορες εκτελέσεις διαφέρουν μεταξύ τους. Συνήθως αναφέρεται ως η πρώτη μινιμαλιστική σύνθεση (ως συνήθως υπάρχουν πολλές απόψεις, άλλος υποψήφιος για την πρωτιά είναι ο Klaus Huber).

Gyoergy Ligeti (1923-2006) / Trois Bagatelles, for David Tudor (1961)
I. 0’27, λίγο μετά την αρχή ακούγεται ένα Db, ο μοναδικός φθόγγος του έργου
ΙΙ. 0’17, ησυχία
ΙΙΙ. 0’32, ησυχία
Οι Trois Bagatelles ανήκουν στον κύκλο των έργων “musikalischer Provokationen und Zeremonielle”, μαζί με την Σιωπηλή Διάλεξη για το μέλλον της μουσικής (σκάνδαλο στο Alpbach το 1961) και το Συμφωνικό Ποίημα για 100 μετρονόμους (σκάνδαλο στο Hilversum το 1962).

Giacinto Scelsi (1905-1988) / Quattro pezzi su una nota sola (1959)
Έργο του τέλους της δεύτερης συνθετικής περιόδου (1952-1959) του Scelsi, για ορχήστρα δωματίου και ένα από τα πιο διάσημα έργα του. Το καθένα από τα τέσσερα αυτά κομμάτια επικεντρώνεται σε ένα μόνο φθόγγο (F, B, Ab, A), σκιάζοντάς τον μικροτονικά, δημιουργώντας αρμονικούς υπαινιγμούς και παραλλάσσοντας το ηχόχρωμα και τη δυναμική.

Τα προηγούμενα έργα που παρέθεσα μπορούν να ιδωθούν ως προκλήσεις, ως ανταπαντήσεις, ως δημιουργικό χιούμορ κλπ., χωρίς σε καμιά περίπτωση να μειώνεται η καλλιτεχνική τους αξία και ο ρόλος που έπαιξαν στην εξέλιξη της μουσικής του 20ου αι. Το έργο του Scelsi όμως είναι ένα αδιαμφισβήτητο αριστούργημα, από τη μια πρωτοποριακό και επαναστατικό από την άλλη βαθειά εσωτερικά οικείο με την έννοια ότι ο καθένας μπορεί να βρει σ’ αυτό ένα κομμάτι του υποσυνειδήτου του (όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη μουσική του Χρήστου, με τον οποίο υπήρξαν και φίλοι).

Η δικιά μου μουσική άσκηση ιστολογίου (iPreludes σύντομα) χρησιμοποιεί αποκλειστικά τους τρεις φθόγγους της ντο ελάσσονος συγχορδίας (C, Eb, G). Όπως και στο Πάρκο Συγχορδιών που προηγήθηκε έτσι και εδώ πρέπει να λυθούν τα προβλήματα της ροής, της κορύφωσης και γενικότερα της δημιουργίας ενδιαφέροντος για ένα έργο που χρησιμοποιεί μια μόνο συγχορδία. Χρησιμοποίησα τις ίδιες τεχνικές όπως και στο Πάρκο Συγχορδιών, επιπρόσθετα ο «τονισμός» ενός εκ των τριών φθόγγων της ντο ελάσσονος μπορεί να δώσει τη ψευδαίσθηση μιας μετατροπίας (Eb, G) και μόνος φθόγγος G τονισμένος και με τη βοήθεια των αρμονικών την ψευδαίσθηση μιας δεσπόζουσας λίγο πριν την τελική πτώση.