Ακολουθεί μια σύντομη και σχηματική παρουσίαση των εννοιών της διατονικής και χρωματικής τονικότητας και της ατονικότητας.
• Διατονικότητα / Diatonic music: Το μουσικό υλικό (μελωδία και αρμονία) ενός έργου προέρχεται από μια συγκεκριμένη κλίμακα του Μείζονος-Ελάσσονος Συστήματος.
Ο όρος τονικότητα δεν αναλίσκεται μόνον στη καταγωγή του μουσικού υλικού, δηλώνει κάτι περισσότερο και βαθύτερο: τις συγκεκριμένες σχέσεις – λειτουργίες – που διέπουν την I με τις υπόλοιπες βαθμίδες της κλίμακας, αλλά και γενικότερα τη μικροδομή και μακροδομή ενός τονικού έργου.
Η διατονική /τονική μουσική καλύπτει την περίοδο 1600-1900, περίοδος που συχνά καλείται της κοινής πρακτικής (common practice period). Η τονική μουσική υφίσταται και στις μέρες μας, στην pop μουσική, ή στο κίνημα της νεοτονικότητας για να αναφέρω δύο μόνο παραδείγματα. Το ενδιαφέρον για την τονικότητα ανανεώθηκε από το 1970 και μετά οδηγώντας στη νεοτονική /neotonal μουσική.
• Διατονική χρωματικότητα / Diatonic Chromaticism: Το διατονικό σύστημα μπορεί να περιέχει – και σχεδόν πάντα περιέχει - χρωματικούς φθόγγους, οι τονικές σχέσεις όμως παραμένουν σαφείς και ισχυρές.
• Χρωματικότητα –Υπερχρωματικότητα / Chromaticism / Ultrachromaticism: Διαρκής χρήση - μελωδικά και αρμονικά – και των 12 φθόγγων της χρωματικής κλίμακας. Ο ανωτέρω ορισμός και ο όρος υπερχρωματικότητα (ultrachromaticism) προτάθηκε από τον Paul O. Harder, Bridge to 20th Century Music, σελ.74.
Η κριτική διάκριση μεταξύ των δύο στυλ μουσικής γραφής, διατονικού και χρωματικού, βρίσκεται στο μετασχηματισμό του διατονικού φθογγικού υλικού (κλίμακες μείζονος-ελάσσονος τρόπου) του κλασσικού τονικού συστήματος στη συγκερασμένη 12-φθογγη κλίμακα του χρωματικού τονικού συστήματος. (Gregory Proctor, Technical bases of the Nineteenth-Century Chromatic Harmony: A Study in Chromaticism, σελ. 131).
Το σημείο στο οποίο η τονική μουσική παύει να είναι διατονική και γίνεται χρωματική δεν είναι σαφές. Η σκέψη πολλών συνθετών του τέλους του 19ου αι. και των αρχών του 20ου (Listz, Wagner, R. Strauss) παρέμενε τονική, ο χρωματισμός στα έργα τους όμως ήταν έντονος σε σημείο που να “θολώνει” το τονικό κέντρο. Η χρωματική τονική μουσική μπορεί να αναλυθεί με τα ίδια εργαλεία με τα οποία αναλύουμε και την διατονική μουσική.
• Διτονικότητα – Πολυτονικότητα / Bitonality – Atonality: Η ταυτόχρονη χρήση δύο ή περισσοτέρων τονικοτήτων ονομάζεται διτονικότητα και πολυτονικότητα αντίστοιχα. Ο όρος κρίνεται αδόκιμος, δεδομένου του ότι τονικότητα σημαίνει “ένα” τονικό κέντρο συν τις ιεραρχικές-λειτουργικές σχέσεις που αυτό συνεπάγεται.
• Πανδιατονισμός /Pandiatonism: Σύστημα στο οποίο και οι 7 φθόγγοι μιας κλίμακας εξισώνονται ιεραχικά, π.χ., στη Ντο το C δεν ακούγεται ως λειτουργική I και το G ως V. Ένας τρόπος να επιτευχθεί αυτό, είναι η συνήχηση πολλών διατονικών φθόγγγων. (Kostka, Payne, Tonal Harmony, σελ.514)
• Ατονικότητα / Atonality: Μουσική χωρίς τονικό κέντρο (κατά συνέπεια χωρίς λειτουργικές σχέσεις μεταξύ των φθόγγων). Εν γένει μη ιεραρχική χρήση των 12 φθόγγων της χρωματικής κλίμακας. Αποφεύγεται συστηματικά υλικό και μηχανισμοί, που παραδοσιακά ορίζουν ένα τονικό κέντρο.
Ιστορικά, προς το τέλος του 19ου αι., η αυξανόμενη χρήση του χρωματισμού οδήγησε στην εκτόπιση του διατονικού συστήματος ως βασικής οργανωτικής αρχής, σε όλα τα επίπεδα της οργάνωσης ενός έργου (μικροδομή και μακροδομή). Δεν θα πρέπει να συγχέεται ο χρωματισμός με την ατονικότητα!
Ο όρος ατονικότητα, ίσως να μην είναι ο πλέον δόκιμος, στην αρχή μάλιστα χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει αρνητικά αυτό το είδος μουσικής. Προτάθηκαν διάφοροι άλλοι όροι, όπως παντονικότητα / pantonality, οι οποίοι όμως δεν καθιερώθηκαν. Από μερικούς συγγραφείς ο όρος ατονικότητα χρησιμοποιείται για περιγράψει μόνον τα προσειραϊκά έργα της Β΄ Σχολής της Βιέννης˙ εν γένει όμως χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάθε έργο το οποίο δεν είναι τονικό.
Συνοψίζοντας, με τον όρο ατονικότητα γενικά εννοούμε:
(1) την αποφυγή εγκαθίδρυσης ενός τονικού κέντρου (μιας τονικότητας, π.χ. της Σολ μείζονος)˙
(2) την αποφυγή του συστήματος μείζονος-ελάσσονος.
Παρόλο που τα (1) και (2) φαίνονται ίδια, με το (2) μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στην υπερχρωματικότητα του τέλους του 19ου αι., που άμεσα ή έμμεσα σχετίζεται με μια τονικότητα και την “καθαρά” ατονική μουσική.
Στους Πίνακες κατωτέρω δίνονται μερικά βασικά χαρακτηριστικά του Τονικού και του Χρωματικού συστήματος και ακολουθεί επεξήγηση μερικών όρων:
Πίνακας Α
Χαρακτηριστικά Τονικού συστήματος | |
Τονική (Ι) | Tonic |
Υποδεσπόζουσα (IV) | Subdominant |
Δεσπόζουσα (V) | Dominant |
Μελωδικές βαθμίδες | Scale degrees / steps |
Αρμονικές βαθμίδες | Harmonic degrees |
Διατονικό φθογγικό υλικό / κλίμακα | Diatonic pitch material / key |
Τρίφωνες συγχορδίες | Tertian harmonies |
Συμφωνία (σταθερότητα) / διαφωνία (ένταση, τάση προς…) | Consonance (stability) / Dissonance (tension) |
Αρμονικές διαδοχές V-I (σχέση 5ης) | V-I harmonic progressions |
Γραμμές βάσιμου με χρήση V-I | V-I bass lines |
Λύση του προσαγωγέα στη τονική (^7 - ^1) | Resolution of leading tone to tonic |
Ιεραρχία | Hierarchy |
Λύση των διαφωνιών σε συμφωνίες | Resolution of dissonances to more consonant sonorities |
Ισοκράτες | Pedal points |
Πίνακας Β
Χαρακτηριστικά Χρωματισμού | |
Διαδοχή συγχορδιών με σχέση 3ης (χρωματικής μέσης) | Chromatic mediant relationships |
Διπλή σχέση χρωματικής μέσης | Doubly chromatic mediant relationships |
Διαδοχή συγχορδιών με σχέση τρίτονου | Tritone relationships |
Άμεσες (απότομες) μετατροπίες | Direct (abrupt) modulations |
Μετατροπικές (πραγματικές) αλυσίδες | Real sequences |
Σύντομες τονικοποιήσεις | Brief tonicizations |
Μετέωρη τονικότητα | Suspended tonality |
Δάνεια Μείζονος - Ελάσσονος | Mode Mixture |
Χρήση εναρμονίων σχέσεων | Enharmonicism |
Παράλληλη κίνηση φωνών (συγχορδιών) | Parallel voice leading |
Συγχορδίες που παράγονται από τη κίνηση των φωνών | Voice-leading chords |
Μη λειτουργικές διαδοχές συγχορδιών | Non functional chord successions |
Ισοδιαμερισμός της οκτάβας | Equal division of the octave |
Ελαττωμένες συγχορδίες 7ης | Diminished 7th chords |
Αυξημένες συγχορδίες | Augmented triads |
Άλυτες διαφωνίες | Unresolved dissonances |
Μη λειτουργικές γραμμές βάσιμου | Nonfunctional bass lines |
Ασαφής διάκριση μεταξύ συγχορδιακών και μη συγχορδιακών φθόγγων | Unclear distinction between chord tones and embellishments |
Σύντομοι ορισμοί των όρων του Πίνακα Β:
• Σχέση 3ης [σ.3]: Δύο συγχορδίες ή δύο κλίμακες βρίσκονται σε σχέση 3ης, ή χρωματική σχέση μέσης (καλλίτερα στα ελληνικά σχέση 3ης), αν είναι του ιδίου είδους (Μ και οι δύο, ή Ε) και οι θεμέλιοί τους (οι τονικές τους αν πρόκειται για κλίμακες) απέχουν μια ανιούσα ή κατιούσα 3Μ ή 3μ. Δύο συγχορδίες σε σχέση 3ης έχουν ένα κοινό φθόγγο (μια κοινή pitch class).
Αν το είδος των συγχορδιών ή των κλιμάκων είναι διαφορετικό (Μ ή μία, Ε η άλλη) οι συγχορδίες ή οι κλίμακες λέμε ότι βρίσκονται σε διπλή χρωματική σχέση μέσης (doubly chromatic mediant relationships).
• Διαδοχή συγχορδιών με σχέση τρίτονου [σ.4Α]: Δύο συγχορδίες ή δύο κλίμακες βρίσκονται σε σχέση τρίτονου (4Α) αν οι θεμέλιοί τους (οι τονικές τους αν πρόκειται για κλίμακες) απέχουν μια ανιούσα ή κατιούσα 4Α (η 5ε).
• Άμεση (απότομη) μετατροπία: Μετατροπία η οποία δεν κάνει χρήση κοινών συγχορδιών ή κοινών φθόγγων. Η μετάβαση από τη μια τονικότητα στην άλλη δεν εξομαλύνεται. Στη μουσική της κλασικής περιόδου τέτοιες μετατροπίες γίνονται μεταξύ των φράσεων (phrase modulations). Πολλές από αυτές τις μετατροπίες μπορούν να εξηγηθούν με “απομακρυσμένες” κοινές συγχορδίες. Άμεσες μετατροπίες μπορούν να εμφανισθούν και μέσα σε μια φράση, ιδιαίτερα στη μουσική του 19ου αι.
• Μετατροπικές (πραγματικές) αλυσίδες: Τις μετατροπίες μπορούμε να τις χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες: τις διατονικές και τις μετατροπικές. Η διατονική αλυσίδα διατηρεί το φθογγικό υλικό στην αρχική τονικότητα, ενώ η μετατροπική τονικοποιεί κάποια άλλη βαθμίδα της κλίμακας.
• Σύντομες τονικοποιήσεις: Περιστασιακή εγκαθίδρυση ενός τονικού κέντρου. Τυπική περίπτωση στη χρήση χρωματικής αρμονίας.
• Μετέωρη τονικότητα: Ασαφής τονικότητα. Μπορεί να προκύψει από υπέρμετρη χρήση μη αρμονικών φθόγγων, διαδοχή συγχορδιών με σχέση 3ης, άλυτες V7 και άλλα μέσα.
• Δάνεια Μείζονος – Ελάσσονος: Συχνά ο μείζων τρόπος δανείζεται φθόγγους ή συγχορδίες από τον παράλληλό του ελάσσονα, σπανιότερα γίνεται το αντίθετο, για εκφραστικούς σκοπούς και σαν πηγή αλλοιωμένων συγχορδιών. Η διαδικασία είναι γνωστή με τους αγγλικούς όρους: mode mixture (μείξη τρόπων), borrowed chords (δανεισμός συγχορδιών) και mutation (μεταλλαγή).
• Χρήση εναρμονίων σχέσεων: Ο όρος θα διευκρινιστεί με ένα παράδειγμα: η V7 της Ντο (G-B-D-F) μπορεί να ερμηνευθεί ως Gr+6 της φα# (G-B-D-E#), F ≈ E#[1].
• Παράλληλη κίνηση φωνών (συγχορδιών): Η παράλληλη κίνηση φωνών που παράγει παράλληλη κίνηση συγχορδιών δεν είναι ξένη στη τονική αρμονία. Μια διαδοχή V7/Σολ – V7/Ντο – V7/Φα μπορεί να μετασχηματισθεί με χρήση παράλληλα κινούμενων ελαττωμένων συγχορδιών 7ης σε: °vii7/Σολ – °vii7/Ντο – °vii7/Φα. Η παράλληλη κίνηση των φωνών μπορεί να γίνεται και με μη λειτουργικές συγχορδίες. Συναφής είναι ο όρος planing με τον οποίο εννοούμε το “πάγωμα” μιας συγχορδίας και την κίνησή της παράλληλα έτσι ώστε να παράγει παράλληλες μελωδικές γραμμές. Η παράλληλη κίνηση των συγχορδιών γίνεται αντιληπτή από τον ακροατή ως μια παράλληλη κίνηση μιας “δέσμης γραμμών” και όχι ως ξεχωριστές αρμονίες (David Cope, New Directions in Music, σελ.5). Δεν είναι απαραίτητο η κίνηση των φωνών να είναι παράλληλη αλλά οπωσδήποτε πρέπει να είναι κατευθυνόμενη (directed). Συνήθως είναι βηματική και συχνά χρωματική. Συναφής είναι και ο όρος voice-leading chords.
• Μη λειτουργικές διαδοχές συγχορδιών: Συγχορδίες που δεν συνδέονται με βάση τους “κανόνες” της λειτουργικής αρμονίες. Οι voice-leading chords συνήθως παράγουν τέτοιες συνδέσεις.
• Ισοδιαμερισμός της οκτάβας: Οι Α και ε συγχορδίες είναι παραδείγματα ισοδιαμερισμού της οκτάβας. Άλλο παράδειγμα είναι μια μετατροπική αλυσίδα της οποίας η α΄ επανάληψη είναι μεταφορά του προτύπου κατά μια 3μ ή 3Μ (ανιούσα ή κατιούσα). Ο παραδοσιακός διαμερισμός της οκτάβας είναι μη συμμετρικός, I – V, V – I, καθώς και κατά 2μ και 2Μ με της οποίες κατασκευάζεται ο μείζων τρόπος.
• Άλυτες διαφωνίες: Η χρήση της διαφωνίας στη τονική μουσική είναι τυποποιημένη και ακολουθεί το σχήμα: Προετοιμασία – Διαφωνία – Λύση. Στον ύστερο 19ο αι. οι διαφωνίες συχνά παραμένουν άλυτες δημιουργώντας το αίσθημα μιας μετέωρης τονικότητας (δες ανωτέρω).
• Μη λειτουργικές γραμμές βάσιμου: Το βάσιμο σε ένα τετράφωνο σύνθεμα είναι η πιο ευαίσθητη φωνή. Οι αρμονικές λειτουργίες και εν γένει η αρμονική κατεύθυνση πηγάζει από αυτή τη φωνή. Ένα σκοπίμως μη λειτουργικό βάσιμο “θολώνει” την τονικότητα και δεν βοηθά στην αρμονική κατεύθυνση.
• Ασαφής διάκριση μεταξύ συγχορδιακών και μη συγχορδιακών φθόγγων: Στην τονική μουσική οι μη συγχορδιακοί φθόγγοι (S, R, P, N, DN, IN, app, esc, lp)[2] είναι ιεραρχικά κατώτερη από τους αρμονικούς. Όταν το πλήθος και η ιεραρχική τάξη των μη αρμονικών φθόγγων αυξάνουν οι λειτουργικές σχέσεις “χαλαρώνουν” έως και ακυρώνονται. Αυτή μεταξύ άλλων είναι και μια αιτία που οδήγησε στην κατάλυση της τονικότητας.
[1] “≈” σύμβολο εναρμόνιας αλλαγής
[2] S: Suspension / Καθυστέρηση, R: Retardation / Ανιούσα Καθυστέρηση, P: Passing Tone / Διαβατικός Φθόγγος, N: Neighbor Tone: Ποίκιλμα, DN: Double Neighbor Tone: Διπλό Ποίκιλμα, IN: Incomplete Neighbor Tone: Μη συμπληρωμένο Ποίκιλμα, app: Appogiatura: Επέρειση, esc: Escape Tone: Εκφυγή, lp: Leap Tone / Αλματικός Φθόγγος