Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

1Q84

Στην ταράτσα φωτογραφίζοντας τον Άρη παρέα με την Σελήνη, τον Ραμσή και την Ψιψίκα στα πόδια μου, τον Όσκαρ από κάτω να κυνηγάει την Λου, έβγαλα μια περίεργη φωτογραφία.
Διαβεβαιώ ότι δεν είναι Photoshop, λίγο copy-paste μόνο για να φέρω πιο κοντά τα αντικείμενα. Ισως πρόκειται για ένα περίεργο flare του φακού, ή η μηχανή μου βλέπει αόρατα στο γυμνό μάτι πράγματα, ή πέρασα μαζί με την Αομάμε στον κόσμο του 1Q84 με τα δυο φεγγάρια του Μουρακάμι…

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Μικρές Ιστορίες 29: Η Μέρα της Γυναίκας των Αστρονόμων


Σαν σήμερα, στις 8 Μαρτίου του 1618, με βασικό κίνητρο τον μυστικισμό, ο Ιωάννης Κέπλερ διατύπωσε το 3ο Νόμο των Πλανητών [Το τετράγωνο του χρόνου που απαιτείται για να συμπληρώσει ένας πλανήτης μία πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο είναι ανάλογο του κύβου του μεγάλου ημιάξονα της ελλειπτικής του τροχιάς, και η σταθερά της αναλογίας είναι η ίδια για όλους τους πλανήτες], αξιοποιώντας τις αστρονομικές παρατηρήσεις του Tycho Brahe.

Με την ανακάλυψη του 3ου Νόμου ο Κέπλερ αναφώνησε ένα μακρόσυρτο εύρηκα (Kostler, 1964):
“Οι ουράνιες κινήσεις δεν είναι τίποτε άλλο από ένα συνεχές τραγούδι για πολλές φωνές. Τις συλλαμβάνει το πνεύμα, όχι το αυτί. Είναι μια μια μουσική που μέσα από ποικίλες εντάσεις, συγκοπές και διαφωνίες τις φύσης προχωρά προς ορισμένες προσχεδιασμένες, πολυφωνικές κατασκευές και στήνει μ’ αυτόν τον τρόπο ορόσημα στην ανυπολόγιστη ροή του χρόνου. Δεν πρέπει λοιπόν να μας παραξενεύει αν ο άνθρωπος, μιμούμενος τον δημιουργό του, ανακάλυψε επιτέλους την τέχνη του πολυφωνικού τραγουδιού που ήταν άγνωστο στους αρχαίους. Ο άνθρωπος θέλησε να αναπαράγει το συνεχές του κοσμικού χρόνου μέσα σε ένα κλάσμα του δικού του χρόνου, με μια πολυφωνική σύνθεση, για ν’ αποκτήσει μέρος της απόλαυσης που αισθάνεται ο Θείος Δημιουργός στα έργα Του και να συμμετάσχει στη χαρά Του φτιάχνοντας μουσική όπως Εκείνος.”
Μήπως στο παραπάνω απόσπασμα, σε μετάφραση της Ι. Δ Χατζηνικολή και μερικών δικών μου επεμβάσεων στα μουσικά, έχουμε μια “αιτία γέννεσης” της μουσικής, ως πράξης Θείας Μίμησης, αλλά και της δυτικής πολυφωνίας γενικότερα; Είναι ίδιον βέβαια της εποχής να μπλέκει μαθηματικά, θεολογία και Τέχνες. Ίσως πάλι να συμβαίνει αυτό που λέει ο Άρθουρ Καίσλερ: “μια ένωση δύο ορμέμφυτων, του ματαιόδοξου Εγώ εξαγνισμένου από την Κοσμική Συνείδηση και της έκστασης ακολουθούμενης από την κάθαρση.”
Και μιας και σήμερα είναι η μέρα της γυναίκας: σε ηλικία 42 ετών, στις 30 Οκτωβρίου του 1613, παντρεύτηκε την 24χρονη Susanna Reuttinger, αφού εξέτασε ένα δείγμα 11 υποψηφίων με κριτήριο “την ταπεινή αφοσίωση, την οικονομία στο νοικοκυριό, την επιμέλεια και την αγάπη που θα έδειχνε στα θετά παιδιά”. O Καίσλερ αναφέρει ότι είχε κατηγορήσει την πρώτη του γυναίκα, Barbara Müller, ότι λόγω του σχήματος των γεννητικών της οργάνων είχε φέρει στον κόσμο βατραχόμορφα παιδιά!

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Μάχη του Καρναβαλιού και Σαρακοστής

Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από την εισαγωγή του κεφαλαίου Θυσία, από το εξαιρετικό βιβλίο του Jacques Attali, [1] Bruits. Essai sur l’économie politique de la musique, Presses Universitaires de France, Paris 1977, σε ελληνική μετάφραση της Ντενίζ Ανδριτσάνου, επιμέλεια Γιάννη Κρητικού από τις εκδόσεις Ράππα. Με αφορμή τον πίνακα του αναγεννησιακού Φλαμανδού ζωγράφου Pieter Bruegel, Combat du Carnaval et Carême [2] (Μάχη του Καρναβαλιού και Σαρακοστής), διερευνά το πέρασμα της μουσικής από την αυθόρμητη και μυστηριακή έκφραση, στην υποταγή στην θρησκεία πρώτα, και μετά στην πολιτική οικονομία του καπιταλισμού. Γενικότερα, στο σπουδαίο και προφητικό αυτό βιβλίο, ο Attali, παίρνοντας ως δεδομένο ότι “η ζωή είναι θορυβώδης και μόνον ο θάνατος είναι σιωπηλός”, μελετά τη φύση της μουσικής μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των θορύβων της δυτικής κοινωνίας, αλλά και τη μεταχείριση, την εκμετάλλευση και χειραγώγηση της. Μια διαφορετική Ιστορία Μουσικής!


Το Γλέντι και η Νηστεία, η Βία κι η Αρμονία. Μέσα σε μια βαριά αστάθεια εξουσιών, δυο παρατάξεις, δυο στρατόπεδα, δυο τρόποι ζωής, δυο είδη σχέσεων με τον κόσμο θορυβούν κι έρχονται αντιμέτωπα γύρω από μια εστία φωτός κι από ένα σκοτεινό πηγάδι. Γύρω τους η καθημερινή δουλειά των ανθρώπων, ένας παράξενος χορός, τα θορυβώδη παιχνίδια των παιδιών στις πόρτες της εκκλησιάς και η πομπή των νηστευτών διαγράφουν μορφές με σημασία και με μια κρυφή δυναμική.

Γιατί, πίσω από τη σκηνοθεσία μιας σύγκρουσης ανάμεσα στη θρησκευτική τάξη και στην παράβαση της μέσα στο Γλέντι, κρύβονται όλα τα είδη τάξης πού μπορούμε να διανοηθούμε. Οι φτωχοί μασκαρεύονται και ξεφαντώνουν γύρω από ένα φτηνό αρτοφόρι, οι πλούσιοι κάνουν Σαρακοστή κι επιδεικνύονται με τις ελεημοσύνες τους στους ζητιάνους, πού είναι παραταγμένοι στην πύλη της εκκλησιάς. Στην παρέλαση του Καρναβαλιού ένας μουσικός, μορφή τραγική κι ανησυχητική εξαιτίας της μάσκας πού τον παραμορφώνει, στέκεται δίπλα σε παίχτες ζαριών. Αρμονία και Διαφωνία. Τάξη και Αταξία. Σ’ αυτή τη συμβολική αντιπαράθεση της εύθυμης φτώχειας και της ασκητικής δύναμης, της δυστυχίας που εκτρέπεται σε γιορτή και του πλούτου πού φτιασιδώνεται σε νηστεία, για πρώτη ίσως φορά στη δυτική τέχνη ο Bruegel δεν μας κάνει μοναχά να δούμε, αλλά και ν’ ακούσουμε τον κόσμο. Ν’ ακούσουμε μια σπουδή πάνω στους ήχους των ανθρώπινων συγκρούσεων, πάνω στους κινδύνους κατάπνιξης του γλεντιού μέσα σε μια νίκη της σιωπής.
Σπουδή; Μάλλον προφητεία. Αμφίσημη και πολύμορφη. Ανοιχτή σε όλες τις ερμηνείες, έτσι που εγώ να θέλω να διαβάσω μέσα της το προμήνυμα της πορείας που θ’ ακολουθήσει, μέχρι σήμερα, η μουσική, παγιδευμένη μέσα στην πολιτική οικονομία.

Η Μάχη Καρναβαλιού και της Σαρακοστής είναι η αναμέτρηση δυο βασικών μορφών πολιτικής στρατηγικής, δυο ανταγωνιστικών μορφών πολιτιστικής και ιδεολογικής οργάνωσης: του Γλεντιού, για να κάνει σ’ όλους υποφερτή τη δυστυχία τους με τη γελοία αναγόρευση ενός θεού για να του θυσιάζουν, της Ασκητικότητας, για να κάνει ανεκτή, με την υπόσχεση της αιωνιότητας, την αλλοτρίωση του καθημερινού. Ο Αποδιοπομπαίος Τράγος και η Νηστεία. Ο Θόρυβος και η Σιωπή.

Ο Bruegel σκηνοθετεί αυτή τη σύγκρουση μέσα σ’ ένα ζωντανό χώρο: θόρυβοι φυσικοί, θόρυβοι του παιχνιδιού και της δουλειάς, μουσική, γέλια, βογκητά, ψίθυροι. Θόρυβοι που σήμερα έχουν όλοι πια σχεδόν εκλείψει από την καθημερινή ζωή μας. Αρχαιολογία των ήχων, αλλά και των περιθωρίων γιατί κάθε πρόσωπο αυτού του πίνακα, εκτός από τους αστούς και τους νηστευτές, έχει τη σφραγίδα μιας σωματικής δυσμορφίας, μάστιγας μιας εποχής. Χαρτογραφία των δυσμορφιών και χαρτογραφία των ήχων Παθολογία του χώρου. Προμήνυμα εξαναγκασμών στην οικονομική και στη θρησκευτική τάξη. Ο Bruegel είχε δει τη βαθιά ταυτότητα των θορύβων και των διαφορών, της σιωπής και της ανωνυμίας. Προαγγέλλει τη μάχη ανάμεσα σε δυο θεμελιακά κοινωνικά στοιχεία, τον Κανόνα και το Γλέντι.

Αλλά, χωρίς αμφιβολία, δεν τρέφει αυταπάτες. Στον καιρό του, το μέλλον δεν είναι από τη μεριά τού γλεντιού, αλλά του κανόνα, και η πομπή της Σαρακοστής προχωρεί, θριαμβευτικά, με την υποστήριξη των αστών, των γυναικών και της Εκκλησίας. Την ώρα που συντελείται αυτό το τραγικό αναποδογύρισμα, που έμελλε να κάνει τη θρησκεία όργανο της τάξης, στήριγμα της πολιτικής εξουσίας, απολογητή της ανθρώπινης αθλιότητας και δαμαστή της νεολαίας, ο Bruegel μας κάνει ν’ ακούσουμε έξι αιώνες αγώνα για να καταπνιγεί το Γλέντι μέσα στο Τυπικό, το Καρναβάλι μέσα στη Θυσία.

Τρεις αιώνες πριν απ’ αυτόν, που στη διάρκεια τους η Εκκλησία είχε ορίσει «ότι τις παραμονές εορτών δε θα επιτρέπονται μέσα στις εκκλησίες αυτοί οι χοροί θεάτρου, αυτές οι ανάρμοστες διασκεδάσεις, αυτές οι συγκεντρώσεις τραγουδιστών κι αυτά τα κοσμικά τραγούδια πού προτρέπουν την ψυχή των ακροατών στην αμαρτία» (Σύνοδος της Αβινιόν, 1209). Είχε ακόμα απαγορέψει «στις συγκεντρώσεις γυναικών για χορό και τραγούδι τη χορήγηση άδειας εισόδου σε νεκροταφεία ή άλλους καθαγιασμένους χώρους, όσος κι αν είναι ο σεβασμός προς τα έθιμα, στις μοναχές να προΐστανται σε λιτανείες που κάνουν με χορούς και τραγούδια το γύρο των εκκλησιών και των παρεκκλησιών τους, ούτε μέσα στο ίδιο τους το μοναστήρι ούτε άλλου, πράγμα πού άλλωστε θεωρούμε ότι δεν πρέπει να επιτρέπεται ούτε στους λαϊκούς. Διότι, κατά τον άγιο Γρηγόριο, προτιμότερο είναι την Κυριακή να καλλιεργείς τη γη, παρά να παίρνεις μέρος στους χορούς αυτούς» (Σύνοδος του Παρισιού, 1212). Είχε υποχρεώσει «τους ιερείς ν’ απαγορεύουν με ποινή αφορισμού τις συγκεντρώσεις για χορό και τραγούδι μέσα στις εκκλησίες ή στα νεκροταφεία (…). Και αν διάφοροι οργανώσουν χορούς μπροστά στους ναούς των αγίων, να υποβληθούν, εφόσον μετανοήσουν, σε εξιλασμό επί τρία χρόνια» (Σύνοδος τού Μπαγιέ, αρχές τού 14ου αιώνα).

Τρεις αιώνες ύστερα από αυτόν, που στη διάρκεια τους η πολιτική οικονομία θα πάρει τη σκυτάλη, θα συνεχίσει αυτήν την καταδίκη στη σιωπή, θα υποτάξει τους μουσικούς και θα επιβάλει τους δικούς της ήχους. Πραγματικά, από τον 17ο αιώνα κι έπειτα, οι οικονομικοί μηχανισμοί παύουν να είναι σχεδόν άφωνοι και ν’ αφήνουν τους ανθρώπους να μιλάνε. Η παραγωγή γίνεται θορυβώδης, ο κόσμος της συναλλαγής μονοπωλεί τον ήχο και ο μουσικός μπαίνει στον κόσμο του χρήματος. «Σήμερα ο θόρυβος δυναστεύει κυριαρχικά την ευαισθησία των ανθρώπων. Φωνές ανθρώπινες δεν ακούγονται πια στο δρόμο. Στη βουερή ατμόσφαιρα των μεγαλουπόλεων, αλλά και στην άλλοτε σιωπηλή ύπαιθρο, η μηχανή παράγει σήμερα μεγάλη ποικιλία θορύβων, έτσι που ένας καθαρός ήχος, με τη μικρή του ένταση και τη μονοτονία του, δεν προκαλεί πια καμιά συγκίνηση». [3]

Έτσι, μυστηριακά, αυτός ο πίνακας, όπου η μουσική μόλις που κάνει την εμφάνιση της, δίνει την ουσία του συναπαντήματος της με το χρήμα και με την πολιτική οικονομία. Μέσο για εξιδανίκευση της βίας, δημιουργός διαφορών, εξιδανίκευση του θορύβου, όργανο της εξουσίας, έπλασε πρώτα, με τη γιορτή και την τελετουργία, μια τάξη μέσα στο βουητό του κόσμου. Κι ύστερα ακουσμένη, δοσμένη στην επανάληψη, τιθασευμένη, πλαισιωμένη, πουλημένη, η μουσική έμελλε να προαγγείλει την εγκαθίδρυση ενός νέου ισοπεδωτικού κοινωνικού συστήματος, καμωμένου από θέαμα κι εξωτερικότητα.

Μια τεράστια λοιπόν σύγκρουση περιστρέφεται γύρω από ένα πηγάδι, «σημείο καταστροφής», σύγκρουση ανάμεσα σε δυο μορφές τάξης μέσα στην κοινωνία, δυο είδη σχέσεων με την εξουσία. Η φτώχεια βρίσκεται και στα δυο στρατόπεδα: από δω υποταγμένη, από κει ρέμπελη. Από δω θερμή, φωτεινή και αλληλέγγυα. Από κει ψυχρή, σκοτεινή και μοναχική. Η μουσική βρίσκεται μόνο στο φως, κοντά σ’ ένα αρτοφόρι, κρυφή απεικόνιση ειδωλολατρικού βωμού. Εκεί, γειτονεύει με τα ζάρια, με τα χαρτιά της τράπουλας: γιατί η μουσική είναι η εύθραυστη τάξη της τελετουργίας και της προσευχής, τάξη ασταθής στην παρυφή της τύχης, αρμονία στην παρυφή της βίας. Αλλού, ή σιωπή. Έκτος αν ένας Όρθρος συνοδεύει τους νηστευτές ή αν κάποιος κρυμμένος μουσικός δίνει ρυθμό στον κυκλικό χορό.

Αυτή η παρουσίαση της μουσικής, ορατή και κρυμμένη, μας δίνει το κλειδί για μια χαρτογραφία των τεσσάρων κύριων μορφών. Αν ολοφάνερα συνοδεύει τη Γιορτή - ομοίωμα ειδωλολατρικής θυσίας - και την παρέλαση των Μασκαράδων του Καρναβαλιού, ελάχιστα διακρίνεται στην πομπή των Νηστευτών και στο Χορό.

Γιορτή, Μασκαράδες, Νηστευτές, Χορός. Τέσσερα συμπλέγματα μορφών που περιστρέφονται γύρω από το πηγάδι και τον πάγκο, από το θάνατο και το εμπόρευμα. Οι τέσσερις δυνατές θέσεις της μουσικής και τα τέσσερα σχήματα που μπορεί να πάρει μια κοινωνία. Προκαλεί κατάπληξη, σε τούτο το έργο, ένα από τα μεγαλύτερα της δυτικής ζωγραφικής, η συνύπαρξη αυτής της απεικόνισης συμβόλων με μια μοντέρνα εννοιακή τυποποίηση της δυναμικής της πολιτικής οικονομίας της μουσικής. Όταν πρώτη φορά νόμισα πώς την κατάλαβα, με κατέπληξε, κι ακόμα με καταπλήσσει. Αλλά ήταν απίθανο ο Bruegel, σ’ αυτήν τη σπουδή του πάνω στις δυνατές μορφές του ήχου, να μην άκουγε τη συνδιαλλαγή του με τις εξουσίες. Σκιαγράφησε λοιπόν όλες τις δυνατότητες. Έδειξε όμως πως δεν πρέπει να δούμε σ’ αυτό ένα νόημα της ιστορίας, πράγμα πού αποκλείουν η κυκλικότητα κι η θολή αλληλοδιείσδυση των μορφών, αλλά ν’ ακούσουμε τη μουσική, δημιουργό τελετουργικής τάξης, να παρουσιάζεται στη συνέχεια σαν ομοίωμα της τάξης, για να περάσει αργότερα από τη μεριά της Σαρακοστής και να πουλιέται σαν τα ψάρια, υποχρεωτική τροφή.

Μπορεί κανείς να μη θέλει να συμμεριστεί αυτές τις διαισθήσεις, δεν μπορεί όμως ν’ αρνηθεί να δει σ’ αυτόν τον πίνακα την υπενθύμιση πως το νόημα κι ο ρόλος της μουσικής δεν πλάστηκαν γι’ αυτό που είναι σήμερα. Ο Bruegel μας φωνάζει πως η μουσική και γενικά όλοι οι ήχοι είναι διακύβευση της εξουσίας. Οι μορφές τους, οι πηγές τους, οι ρόλοι τους άλλαξαν με τις αλλαγές εξουσιών κι εξαιτίας τους. Η μουσική, παγιδευμένη μέσα στο εμπόρευμα, δεν είναι πια τελετουργική. Ο κώδικας της και η πρώτη της χρήση έχουν καταστραφεί. Με το χρήμα ξεπήδησε μια άλλη χρήση, ομοίωμα της πρώτης και στήριγμα νέων εξουσιών.

Μια πολιτική οικονομία της μουσικής απαιτεί λοιπόν να ξαναβρεθεί πρώτα εκείνος ο αρχαίος κώδικας, ν’ αποκρυπτογραφηθεί το νόημά του, ώστε να παρακολουθήσουμε τη μετατροπή της μουσικής, με την ανταλλαγή, σε αξία χρήσης, μορφή ξεστρατισμένη, χλωμή ανάμνηση της τελετουργικότητάς της, τρόπο που λειτουργεί η αποτυχία του θρησκευτικού στοιχείου μέσα στον κόσμο.

Η μουσική ήταν ανέκαθεν σημείο. Σημείο όμως εμπορικό, αυτόνομο, απογυμνωμένο από τελετουργικότητα έγινε πολύ πρόσφατα, για να μπορούμε ν’ αρχίσουμε από τότε τη μελέτη της παραγωγής και της απόλαυσης του. Δεν είναι δυνατό να γράψουμε την πολιτική οικονομία μιας ανθρώπινης παραγωγής, χωρίς πρώτα ν’ αναρωτηθούμε για τη χρησιμότητα που δόθηκε κοινωνικά στην παραγωγή αυτή, μ’ άλλα λόγια για την παραγωγή της χρήσης της. Για παράδειγμα, η πολιτική οικονομία της καρέκλας θα προϋπέθετε μια ανάλυση της χρήσης της πριν από τη μελέτη των συνθηκών της παραγωγής της. Α priori, [4] η χρήση της καρέκλας είναι απλή και η πολιτική οικονομία της περιορίζεται στη μελέτη της παραγωγής της. Αλλά η χρήση της μουσικής είναι βέβαια πολύ πιο εσωτερική από της καρέκλας, έστω κι αν πάρα πολλοί δήθεν ειδικοί επιμένουν να ορίζουν τη χρήση της από την τέρψη που δίνει η ακρόαση της. Στην πραγματικότητα αυτή η ίδια δεν έχει χρήση, άλλα ένα κοινωνικό νόημα, εκφρασμένο μέσα σ’ έναν κώδικα που αναφέρεται στην ηχητική ύλη την οποία επεξεργάζεται και στα συστήματα εξουσιών που υπηρετεί. Οι έννοιες της πολιτικής οικονομίας, φτιαγμένες για την ανάλυση ενός κόσμου υλικού ή τουλάχιστον που να μπορεί να οριστεί ποσοτικά, είναι λοιπόν εντελώς αταίριαστες. Τινάζονται στον αέρα όταν πρόκειται για τη μελέτη της παραγωγής και της χρήσης σημείων.

Για μένα η θέση της μουσικής μέσα στην κοινωνία πρέπει ν’ αποκρυπτογραφηθεί μέσα στη θέση του θορύβου γενικότερα.
Ο θόρυβος είναι όπλο. Η μουσική είναι πρώτα-πρώτα η μορφοποίηση, η τιθάσευση, η τελετουργική αναγωγή της χρήσης αυτού του όπλου σ’ ένα ομοίωμα τελετουργικού φόνου, έξαρση του φαντασιακού στοιχείου.
Υποσημειώσεις

[1] Jacques Attali (1943), Γάλλος οικονομολόγος, συγγραφέας και πολιτικός σύμβουλος.
[2] Πίνακας σε λάδι, έργο του 1559, από τον Φλαμανδό ζωγράφο Pieter Brueghel l’Ancien (π.1525-1569). Αρχικά ανήκε στην συλλογή του αυτοκράτορα Ροδόλφου ΙΙ και τώρα εκτίθεται στο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης.
[3] Από το Manifesto dei Rumori (1913) του Luigi Russolo (1883-1947).
[4] Αν και Η Μάχη του Καρναβαλιού και Σαρακοστής μας δίνει ένα θαυμαστό συμβολισμό της καρέκλας, πότε σαν εξάρτημα εξουσίας, πότε σαν όργανο εξιλασμού.

Το άρθρο αυτό μπορείτε να κατεβάσετε σε μορφή PDF από εδώ.
Εδώ επίσης μπορείτε να βρείτε έναν πίνακα που συνέταξα με τα βασικά σημεία της πολιτικοοικονομικής θεώρησης της Ιστορίας της Μουσικής του Attali.

Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Ο θέλων μουσικήν μαθείν

Αργά το βράδυ, ή νωρίς το πρωί, ξεφυλλίζω ηλεκτρονικά την Παρασημαντική του Κ. Ψάχου που μου χάρισε ηλεκτρονικά αγαπημένος φίλος. Σε μια υποσημείωση πέφτω πάνω σε ένα ποιηματάκι / “προπαιδεία” για την εκμάθηση των θέσεων, γραμμών και σχηματισμών που μεταχειρίζονταν την εποχή  του Ιωάννου Μαΐστορος Κουκουζέλη (12ος-13ος αι.) για την παράσταση των αργών εκκλησιαστικών μελών:

* Για τους λάτρεις των γραμματοσειρών, το κείμενο γράφτηκε με την GFS Gazis.