Μπήκε στο Μοναστηράκι, έβγαλα με δυσφορία τη χοντρή τσάντα μου από την ελεύθερη διπλανή θέση, την ακούμπησα στα πόδια μου, ιμιτασιόν δερμάτινο τραπεζάκι για το βιβλίο που διάβαζα, κάθισε, με την άκρη του ματιού είδα ότι ήταν ξανθιά, γύρω στα τριανταπέντε, καλοβαλμένη, απλά ντυμένη και τότε άρχισε να μουρμουρίζει μεγαλόφωνα, μια μπους φερμέ φόρτε συνομιλία με ένα φανταστικό πρόσωπο που τάχατες καθόταν απέναντί της, χειρονομούσε ελαφρά για να κάνει πιο γλαφυρό τον λαρυγγικό μουγγό λόγο της, που και που ίσως και να χαμογελούσε, οι υπόλοιποι κοιταχτήκαμε φευγαλέα, δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος, δόξα τω Θεώ, εμείς είμαστε πολύ καλλίτερα, τουλάχιστον το ελέγχουμε ακόμη…
Το λειτουργικό που "φορά" ο εγκέφαλός μας είναι χειρότερο κι απ’ τα Windows 3.11…
Επόμενος σταθμός: Ομόνοια.
Κατέβηκα όταν η συζήτηση είχε ανάψει για τα καλά, έσφιξα το μπουκαλάκι με τα Ultra-Stress στην τσέπη μου…
1 σχόλιο:
κανένα σχόλιο;
κι όμως εδώ που "δε χωράνε σχόλια", εδώ είναι που πρέπει να επιμένουμε...
α) η μοναξιά του "τυχερού" που σφίγγει τα χαπάκια στην τσέπη,
β) η μοναξιά της συγκατάβασης όλων των επιβατών και η ανάγκη για αυτήν την ούτε-καν-στοιχειώδη επικοινωνία (αχ, την καϋμένη, και μη χειρότερα να λέμε...)
γ) η αδυναμία μιας ολόκληρης κοινωνίας να είναι... user-friendly,
όλα ατά θα πρέπει να μας πείσουν επιτέλους να κοιτάμε με άλλο μάτι τη ζωή. Έτσι απλά.
Και μπράβο για το πολύ ποιητικό κειμενάκι.
Ισίδωρος.
Δημοσίευση σχολίου