Τις «Σημειώσεις Αισθητικής» μπορείτε να καταβάσετε σε μορφή PDF από
εδώ.
Ο «Πρόλογος» και η «Εισαγωγή» που παραθέτω κατωτέρω δεν χρησιμοποιούν τη γραμματοσειρά που αναφέρω στο κείμενο για τεχνικούς λόγους.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οἱ λόγοι ποὺ μὲ ἒκαναν νὰ γράψω, καλύτερα νὰ ἀντιγράψω καὶ νὰ ἐπιμεληθῶ, αὐτὲς τὶς σημειώσεις εἶναι τελείως ξένοι πρὸς τὸ ἀντικείμενο τῆς Αἰσθητικῆς.
Ἓνας ψυχαναγκασμός μου, ποὺ πολὺ ἐκτιμῶ, εἶναι ἡ συλλογή, διερεύνηση καὶ καταλογράφηση γραμματοσειρῶν. Ἢθελα λοιπὸν νὰ δοκιμάσω ὁρισμένες ἑλληνικὲς πολυτονικὲς γραμματοσειρὲς σὲ ἐκτενὲς κείμενο, κυρίως τὴν GFS Neohellenic, ποὺ εἶναι ἡ ψηφιακή μετενσάρκωση τῆς γραμματοσειρᾶς πολλῶν σχολικῶν βιβλίων τοῦ ΟΕΔΒ τῆς περιόδου 1960-80 - εὐκρινὴς, μὲ γεωμετρικὴ ὀμορφιὰ - εἶναι ἡ γραμματοσειρὰ ποὺ χρησιμοποίησα σ᾽ αὐτὴν τὴν ἐργασία, ἐκτὸς τῶν πλαγίων γραμμάτων (italics), ὃπου χρησιμοποίησα τὴν Theano-Didot.
Μιᾶς καὶ στὸ χειρόγραφο χρησιμοποιῶ τὸ πολυτονικό, ἢθελα νὰ κάνω μιὰ ἐπανάληψη στοὺς κανόνες του, ἐξασκούμενος παράλληλα στὴν πολυτονικὴ πληκτρολόγηση. Ὡς μαθητὴς διδάχθηκα τὸν Τζάρτζανο, ὁ Τριανταφυλλίδης, τοῦ ὁποίου τὴ «Μικρὴ Νεοελληνικὴ Γραμματικὴ (1965)» χρησιμοποίησα γιὰ τὸν τονισμὸ τοῦ κειμένου, μοῦ ἂλλαξε τὰ περισσότερα· «ὀξεία» μὲ ὀξεία καὶ ὂχι μὲ περισπωμένη, «Πειραιὰς» καὶ ὂχι «Πειραιᾶς»... Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ μελέτη καὶ συζητήσεις μὲ ἀγαπημένο ἐπαΐοντα φίλο, κάπως τὸ τοπίο ξεκαθάρισε. Κατέληξα στὸ ὃτι δὲν ὑπάρχει μιὰ ὀρθή γενικὴ Ὀρθογραφία τῆς ἑλληνικῆς, ἀλλὰ «ἱστορικὲς» ὀρθογραφίες, ἢ καλύτερα καὶ γενικότερα Γραμματικές. Μετὰ ἀπ᾽ αὐτὴν μου τὴν περιπέτεια καὶ ὃσο μοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἒχω ἂποψη γιὰ τὸ θέμα, τὸ μονοτονικὸ, τώρα πιά, μοῦ φαίνεται σὰν μιὰ φυσικὴ κατάληξη μιᾶς μακρᾶς ἱστορικῆς διαδρομῆς. [Γιὰ τὴν πρότερή μοῦ στάση ἀπέναντι στὸ γλωσσικὸ ζήτημα, πῆρα τὸ ἲδιο μάθημα γιὰ πολλοστὴ φορὰ: νὰ μὴν ἐκφέρω ἂποψη γιὰ πράγματα ποὺ δὲν γνωρίζω σὲ κάποιο βάθος...] Μιᾶς καὶ δὲν εἶμαι φιλόλογος, ἐπιλέγω τὸ πολυτονικό γιὰ καθαρὰ αἰσθητικοὺς λόγους.
Πρὶν ἐπιχειρήσω τὴν ὁριστικὴ μετάβαση ἀπὸ τὸ MS Word στὸ ἐλεύθερο λογισμικὸ LibreOffice, ἂν καὶ λόγω ἀσθενοῦς χαρακτήρα λοξοκοιτῶ καὶ πρὸς τὸ Pages, χρειαζόμουν ἓνα δυνατὸ crash test, γιὰ νὰ δῶ τὶς δυνατότητες καὶ τὰ ὃρια τοῦ προγράμματος. Ὃλη ἡ ἐργασία ἒγινε στὸ LibreOffice.
Τέλος, εἶχα σκεφτεῖ ἓναν τρόπο ἡμι-αυτοματοποιημένης μετατροπῆς μονοτονικοῦ σὲ πολυτονικὸ καὶ χρειαζόμουν λεξιλόγιο· ἀντὶ νὰ ἀντιγράψω ἓνα ὁλόκληρο λεξικὸ θεώρησα πιὸ ἐνδιαφέρον νὰ ἀντιγράψω ἓνα κείμενο, ἢ καλύτερα ἓνα βιβλίο καὶ νὰ «σώζω» τὴν κάθε λέξη σὲ δικό μου λεξικό.
Ἐπέλεξα λοιπὸν γιὰ ἀντιγραφή τὸ «Ἀνθολόγιο Φιλοσοφικῶν Κειμένων» τῆς ΣΤ´ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, 1976. Μόλις τελείωσα τὴν ἐπίπονη ἐργασία, θεώρησα ὃτι δὲν θὰ ἒπρεπε νὰ τὸ ἀφήσω ὀρφανό κι ἒτσι συνέχισα μὲ τὰ «Στοιχεῖα Φιλοσοφίας» τῆς Γ´ Λυκείου, 1980. Εἶχα ἐπιτελέσει τὸν ἀρχικό μου στόχο, ἐπειδὴ ὃμως δὲν ἀντέγραφα ἁπλῶς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ μιὰ φρόντιζα γιὰ τὴν καλαισθησία τῆς γραφῆς, τὴ μορφοποίηση τοῦ κειμένου καὶ τὸ γενικότερο στήσιμο, ἀπὸ τὴν ἂλλη ἀναζωπυρωνόταν τὸ ἐνδιαφέρον μου γιὰ τὴν Αἰσθητική, ἀποφάσισα νὰ συνεχίσω τὴ μελέτη καὶ ὃτι διαβάζω νὰ τὸ καταγράφω· μιὰ παλιὰ καὶ ἀποτελεσματικὴ συνήθεια, γιὰ νὰ μαθαίνω καὶ νὰ συγκρατῶ στὴ μνήμη μου. Παράλληλα, τὰ ὃσα κατέγραφα ἐμπλούτιζα μὲ σχόλια, εἰκόνες, παραπομπές, ὑποσημειώσεις (ὃλες δικές μου στὸ κείμενο) κλπ., χωρὶς ὃμως νὰ ἐπεμβαίνω κριτικὰ, μιᾶς καὶ δὲν εἶμαι φιλόσοφος οὒτε βαθὺς γνώστης τοῦ ἀντικειμένου. Προέκυψε λοιπὸν μιὰ ἐργασία πλέον τῶν ἑξήντα σελίδων.
Ποιόν μπορεῖ νὰ ἐνδιαφέρει μιὰ τέτοια ἐργασία, ἡ ὁποία, κυρίως, δὲν εἶναι πρωτότυπη, καὶ γιατὶ τὴν δημοσιοποιῶ; Καταρχὰς σκέφτηκα τοὺς σπουδαστὲς τῶν ἀνώτερων θεωρητικῶν τῆς μουσικῆς. Στο ὠδεῖο διδάσκουμε Ἱστορία τῆς Μουσικῆς καὶ Μορφολογία, ὂχι ὃμως καὶ τὰ σημαντικότατα ἀντικείμενα τῆς Αἰσθητικῆς καὶ τῆς Ἱστορίας τῆς Τέχνης. Τὴν προορίζω λοιπὸν γιὰ τὸν στενὸ κύκλο τῶν μαθητῶν μου, ἀλλὰ βέβαια καὶ γιὰ ὃποιον ἂλλο θὰ τὴν ἒβρισκε χρήσιμη. Κάποιος γιὰ παράδειγμα, ποὺ θέλει νὰ κάνει μιὰ «ἀρχή» μὲ τὸ ἀντικείμενο, θὰ βρεῖ ἀρκετὸ ὑλικό, ποὺ ἲσως τοῦ κεντρίσει τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ περαιτέρω καὶ εἰς βάθος μελέτη.
Ἡ πνευματική ἰδιοκτησία εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ σεβόμαστε (ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις). Ἡ ἐργασία αὐτὴ δὲν ἀποσκοπεῖ στὸ κέρδος οὒτε στὴ δόξα. Στην ἐποχὴ τῶν PDFs καὶ τῶν ebooks, τὸ τοπίο τοῦ copyright εἶναι κάπως θολό. Προσπάθησα νὰ καταγράψω τοὺς συγγραφεῖς τῶν ἀποσπασμάτων ποὺ χρησιμοποίησα, πέραν αὐτῶν τῶν δύο σχολικῶν βιβλίων ποὺ ἀντέγραψα ἐξ ὁλοκλήρου, τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς καὶ νὰ μεταφορτώσει ἐλεύθερα ἀπὸ τὸ διαδίκτυο, χωρὶς ὃμως νὰ ὑπερφορτώσω τὸ κείμενο.
Ἀναφέρω κατωτέρω τὰ βιβλία ποὺ χρησιμοποίησα περισσότερο:
• Α. Κελεσίδου-Γαλανοῦ, Γ. Ἀλατζόγλου-Θέμελη, Ε. Ν. Ρούσσου, «Στοιχεῖα Φιλοσοφίας (Εἰσαγωγὴ στὴ Φιλοσοφία)», ΟΕΔΒ 1980
• ὃ.π., «Ἀνθολόγιο Φιλοσοφικῶν Κειμένων», ΟΕΔΒ 1976
• M. C. Beardsley, «Ἱστορία τῶν Αἰσθητικῶν Θεωριῶν», Νεφέλη, 1989
• Χ. Γιανναρᾶ, «Σχεδίασμα Εἰσαγωγῆς στὴ Φιλοσοφία», Δόμος, 1994
• Σωκράτης Γκίκας, «Φιλοσοφικὸ Λεξικό», Σαββάλας, 2002
• Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, «Εἰσαγωγὴ στὴ Φιλοσοφία», Τόμος Γ´, 1975
• Ε. Ν. Παπανοῦτσος, «Αἰσθητική», Νόηση, 2003
Σπέτσες, Αὒγουστος 2016
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πίνω τὸν καφέ μου στὸ μπαλκόνι. Κοιτάζω τὴν αὐθεντικὴ χειροποίητη πορσελάνινη Limoges κούπα μου, ποὺ στέκεται περήφανα πάνω στὸ πλούσια ζωγραφισμένο πιατάκι της. Ἓνα περίτεχνο σχέδιο σὲ ἁπαλὸ γαλάζιο, ὓφους μπαρόκ θὰ ᾽λεγα, τὴν τυλίγει καὶ κάπου στὴ μιὰ πλευρά της τὴν στεφανώνει μιὰ χρυσὴ κορόνα. Τὸ χεῖλος της, ἰδανικὰ καμπυλωμένο πρὸς τὰ μὲ, σὰ γλυκὸ φιλὶ ὃταν ρουφᾶς τὸν καφέ σου, ἡ χωρητικότητά της ἰδανικὴ καὶ ἡ δὲ χειρολαβὴ τόσο ἂνετη, ποὺ δὲ θὲς νὰ τὴν ἀφήσεις.
Σκέφτομαι ὃτι ἡ κούπα μου εἶναι ὡραία, εἶναι ὂμορφη, μοῦ ἀρέσει τόσο πολὺ ποὺ ψάχνω κι ἂλλα ἐπίθετα γιὰ νὰ τὴ χαρακτηρίσω... Εἶναι σχόλη κι ἒχω χρόνο νὰ παιδέψω τὴν ἰδέα τῆς ὀμορφιᾶς τῆς συγκεκριμένης κούπας κι ἲσως νὰ πετάξω τόσο μακριά, μέχρι τὴν ἰδέα τῆς ἲδιας τῆς ὀμορφιᾶς.
Γιατί ἡ κούπα μου εἶναι ὡραία;
Πιθανῶς ἡ ὀμορφιὰ της νὰ ὀφείλεται στὸ ὑλικό της· καθαρὴ ἂργιλος, ἡ καολίνη ποὺ λένε, μὲ ψιλὴ σκόνη ἀπὸ χαλαζιακὴ ἂμμο και μαρμαρυγία. Μὰ εἶναι κάθε κάθε ἀντικείμενο πλασμένο ἀπὸ πορσελάνη ὂμορφο τότε; Μήπως τὸ ὑλικὸ μὲ τὸ ὁποῖο πλάστηκε μαζί μὲ τὴ μορφὴ ποὺ τῆς ἒδωσε ὁ κατασκευαστής της καὶ τὶς ζωγραφιὲς μὲ τὶς ὁποῖες τὴ στόλισε ὁ καλλιτέχνης τὴν κάνουν νὰ φαίνεται ὂμορφη; Ἂν τὸ δῶ λίγο πιὸ ἀφηρημένα, μήπως ὑπάρχει μιὰ ἰδέα τοῦ ὡραίου, ἡ ὁποία ἐγγράφεται στὸ μυαλό μας μόλις γεννιόμαστε - ἢ στὴ ψυχή μᾶς ἂν θέλετε· βλέπουμε τὴν κούπα ἡ ὁποία συμμετέχει σ᾽ αὐτὴν τὴν ἰδέα καὶ τὴ χαρακτηρίζουμε ὂμορφη; Καὶ ποιός ἒφτιαξε τὸ πρότυπο τῆς ὂμορφης κούπας; Ὁ Θεός; Κι ἂν δὲν πιστεύω στὴν ὓπαρξή Του, τότε πάει στράφι ὁ ὃλος συλλογισμός μου;
Ἂν ἀφήσω γιὰ λίγο τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὴν κούπα μου, θὰ ᾽λεγα ὃτι ἡ συγκεκριμένη συμμετέχει στὴ μεταφυσικὴ οὐσία τῆς ὀμορφιᾶς κι ἒτσι γίνεται κι ἡ ἲδια ὂμορφη, ἀλλὰ πάλι πολὺ φοβᾶμαι, ὃτι μετὰ τὴ φυσικὴ ὑπάρχει ὃ,τι καὶ πιὸ βόρεια ἀπὸ τὸ βόρειο πόλο... Λοιπόν, αὐτὴ ἡ κούπα μὲ κάνει καλὸ κι ἀγαθό, αὐτὸ εἶναι, γι᾽ αὐτὸ εἶναι ὂμορφη! Ἐσύ ποὺ μὲ διαβάζεις, ἂν δεῖς τὴν κούπα μου, θὰ γίνεις καλὸς κι ἀγαθός; Θὰ τὴν πεῖς ὂμορφη;
Ἲσως θὰ πρέπει νὰ βρῶ ἓνα ἐπιχείρημα πιὸ ἀντικειμενικό, ἂν ἡ κούπα μου εἶναι πραγματικά ὂμορφη, ὁ καθένας θὰ πρέπει νὰ τὴ βρίσκει ὂμορφη. Εἶναι ὃμως αὐτὸ δυνατόν; Ἂν δὲ μπορεῖ νὰ συμφωνήσει ὃλος ὁ κόσμος γιὰ τὸ ὃτι ἡ μουσικὴ τοῦ Bach εἶναι ὂμορφη, θὰ μπορέσει νὰ συμφωνήσει γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς κούπας μου;
Τὶ θέλει νὰ μοῦ πεῖ ὁ καλλιτέχνης μ᾽ αὐτὴν του τὴν κούπα; Τὴν ἒφτιαξε ἁπλᾶ γιὰ νὰ βιοποριστεῖ; Ἦρθε σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση ὁ νοῦς του ποὺ ἦταν ὣριμος γιὰ μιὰ τέτοια κούπα; Ἢθελε νὰ μεταφέρει κάποιο συναίσθημά του; Νὰ μὲ κάνει μέτοχο σὲ κάποια σκέψη του; Νὰ μὲ κάνει νὰ νιώσω τὴ χαρά ποὺ νιώθει ἐκεῖνος γιὰ τὴ ζωὴ ἢ μήπως ἢθελε νὰ θρηνήσει κάποιο ἀγαπημένο του πρόσωπο; Κι ἐγώ, μπορῶ νὰ νιώσω κάτι ἀπ᾽ ὃλα αὐτὰ; Θὰ νιώσω τὰ ἲδια συναισθήματα ποὺ ἒνιωσε ἐκεῖνος ἢ θὰ φτιάξω τὶς δικές μου σκέψεις, συναισθήματα, ἰδέες, μὲ ἀφορμὴ τὴν κούπα του;
Κάθομαι νὰ συντάξω ἓνα κατάλογο σὰ τὸν Perec: ἡ κούπα μου εἶναι φτιαγμένη μὲ ἐνθουσιασμό, ὁ καλλιτέχνης ποὺ τὴν κατασκεύασε ἦταν μεγαλοφυής· τὴ διακρίνει ἡ ἀντικειμενικότητα, εἶναι πρωτότυπη, ἒχει ἁρμονία, ποιητικότητα, ρυθμὸ καὶ συμμετρία, τὸ σχῆμα της εἶναι παραβολοειδὲς ἀπὸ περιστροφή, ἂρα ἐμπεριέχει μαθηματικὰ - καλὸ αὐτὸ, πάντα πιάνει, ἒχει τὸ ἰδανικὸ βάρος, θὰ ᾽λεγες ὃτι ἐξισορροπεῖ τὴ βαρύτητα· μὲ ὁδηγεῖ στὸ καλὸ, στὴν ἀρετή, βλέποντάς την γίνομαι καλύτερος ἂνθρωπος, ἓλκει τὴν ψυχή μου πρὸς τὰ ἂνω καὶ μὲ κάνει μέτοχο τῆς θείας τάξης· εἶναι ὡραία λόγω τῆς μορφῆς της κι ὂχι λόγω τοῦ περιεχομένου της· τὴν ἀντιλαμβάνομαι ὡραία χάρη στὴ διάνοια καὶ τὴ φαντασία μου· εἶναι ὡραία καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας σκοπὸς ἢ συμφέρον γι᾽ αὐτὸ· μὲ βοηθᾶ νὰ κατανοήσω τὴν πραγματικότητα, ἀναπαριστᾶ τὴν πραγματικότητα καὶ μὲ πάει πέρα ἀπ᾽ αὐτήν, τὴν διαμορφώνει ἒτσι ὃπως θὰ ἢθελα νὰ εἶναι· ἡ θέασή της μὲ καθαρίζει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου, δίνει μορφή, νόημα καὶ κατεύθυνση στὴ ζωή μου· ἐνεργοποιεῖ τὸ νοῦ μου αἰσθησιακὰ, νοητικὰ καὶ ἠθικά· ἐκφράζει τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς· βάζει τάξη στὸ χάος τῆς ζωής· ἐξευγενίζει τὶς ἐρωτικὲς ὁρμές μου, ἱκανοποιεῖ μυστικὲς καὶ ἀπωθημένες ἐπιθυμίες μου, μοῦ ἀποκαλύπτει πτυχὲς τοῦ Εἶναι· γλυκαίνει τὶς ὑπαρξιακὲς ἀνησυχίες καὶ φόβους μου...
Ἀδέξιος ὃπως εἶμαι, πάω νὰ πιάσω τὰ τσιγάρα καὶ ρίχνω τὴν πολυτραγουδισμένη κούπα ἀπ᾽ τὸ τραπεζάκι. Τώρα ποὺ μαζεύω τὰ συντρίμμια της μὲ τὸ φαράσι, σκέφτομαι ὃτι αὐτὴ ἡ κούπα πρόσθεσε κάτι στὴ φύση, τὴν εὐχαριστῶ γιὰ τὶς χαρές ποὺ μοῦ ᾽δωσε, ἀλλὰ κυρίως γι᾽ αὐτὰ ποὺ μὲ ᾽κανε νὰ σκεφτῶ.
Πειραιάς, Σεπτέμβριος 2016